Χρήστος Δικαιάκος: «Αν αυτό το δέντρο έχει να μας πει κάτι, πρέπει να το ακούσουμε»

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

«Αυτό που κάνω είναι τέχνη, αλλά θέλω να έχει και έναν θετικό κοινωνικό ρόλο», λέει στη συνέντευξή του ο φωτογράφος Χρήστος Δικαιάκος, ένας ξεχωριστός καλλιτέχνης της διασποράς με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη που ζει από τα εννιά του χρόνια στον Καναδά. Η αναδρομική έκθεσή του «Ο κόσμος ως ανοιχτό στούντιο» παρουσιάζεται μέχρι τις 4 Ιουνίου 2023 από το MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης με την υποστήριξη του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, στο πλαίσιο της 8ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης.

Πάρκο Naikoon, 2013
Teaser Image Caption
Πάρκο Naikoon, 2013. Από τη σειρά Ceremonial and Entangled Places (2010-2017)

Βασικός εκπρόσωπος της λεγόμενης Σχολής Εννοιολογικής Φωτογραφίας του Βανκούβερ, ο Χρήστος Δικαιάκος εδώ και πέντε δεκαετίες χρησιμοποιεί μια νεοτερική καλλιτεχνική γλώσσα για να μιλήσει για θέματα που έχουν να κάνουν με την αστική κατοίκηση, με την ανθρώπινη παρέμβαση στη φύση, με τους γηγενείς πληθυσμούς, με ζητήματα μνήμης και διαχείρισης του παρελθόντος. Οικολογία, ιστορία, οικονομία και τέχνη συνδυάζονται μοναδικά στο διακεκριμένο έργο του, στο οποίο ο καλλιτέχνης συνδέει «το προσωπικό με το τοπικό και το οικουμενικό» και «την πολιτική με την ποιητικότητα», όπως σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης Ηρακλής Παπαϊωάννου. Πέραν αυτού, ο Δικαιάκος είναι ένας έξυπνος και γλυκός άνθρωπος, με ενδιαφέρουσες ιστορίες, με προσωπική άποψη για τα πράγματα και με μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τους άλλους. Δεν έχει ξεχάσει τα ελληνικά του, βιοπορίστηκε ανοίγοντας ένα ελληνικό εστιατόριο στο Βανκούβερ και διατηρεί αρκετά στενή σχέση με την Ελλάδα, η οποία μόλις τώρα αρχίζει σιγά σιγά να τον ανακαλύπτει.

Χρήστος Δικαιάκος Εγκαίνια έκθεσης 23-2-23
Ο Χρήστος Δικαιάκος ξεναγεί το κοινό κατά τα εγκαίνια της έκθεσης «Ο κόσμος ως ανοιχτό στούντιο» στο MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (23-2-2023). Φωτ. Κωνσταντίνος Τσακαλίδης

 

Έχετε αναμνήσεις από την παιδική σας ηλικία στη Θεσσαλονίκη;

Βέβαια, και μάλιστα έχουν σχέση με τη φωτογραφία! Έχω μια εικόνα από έναν φωτογράφο που είχε μαγαζί στην Άνω Τούμπα αλλά δούλευε και σαν πλανόδιος, και σε ένα παρκάκι με φωτογράφισε με τη μαμά μου και μια θεία μου. Εγώ στο κέντρο, καλοντυμένος όπως συνήθιζε να με έχει η μητέρα μου, και αυτές οι δύο δυνατές γυναίκες δεξιά και αριστερά μου. Αυτή την εικόνα τη σκεφτόμουν πάρα πολλές φορές, και κάποια στιγμή στην Αθήνα ζήτησα τη βοήθεια της ανιψιάς μου, που δούλευε με πρόσφυγες, ώστε να στήσω μια παρόμοια φωτογραφία μπροστά στην Ακρόπολη – το «λίκνο του πολιτισμού», όπως έβλεπα να γράφει σε άλλη μια εικόνα από τα παιδικά μου χρόνια στο κέντρο της ελληνικής κοινότητας του Βανκούβερ. Και μου έφερε λοιπόν ένα παιδάκι και τις αδελφές Escandari, που είχαν περπατήσει από το Αφγανιστάν ως την Αθήνα και ήθελαν να πάνε σε συγγενείς τους στη Βιέννη. Πήραν κανονικά την αμοιβή τους ως μοντέλα, ήταν πολύ ευγενικές και συνεργάσιμες, αλλά το παιδάκι δεν χαμογελούσε με τίποτα. Και γιατί να χαμογελάσει; Δεν είχε φίλους, είχε χωριστεί από τη μητέρα του και το είχαν στείλει σε ένα μέρος που δεν ήταν καλοδεχούμενο. Έβγαλα τη φωτογραφία και το παιδί ούτε καν κοιτάζει τον φακό – και σκέφτηκα, αυτό είναι η πραγματικότητα. Όσο κι αν σκηνοθετήσεις κάτι, η πραγματικότητα είναι διαφορετική.

 

Μια αυτοβιογραφική εικόνα λοιπόν...

Ναι, γιατί επιπλέον η κατάσταση του παιδιού αυτού μου θύμισε τη δική μου, όταν πήγα στον Καναδά, που δεν γνώριζα κανέναν και ούτε ήξερα τη γλώσσα. Μου έλεγαν στο σχολείο να ανοίξω την πόρτα κι εγώ πήγαινα στο παράθυρο. Τα άλλα παιδιά γελούσαν, ήταν τρομερό για μένα. Δεν κάνω συγκρίσεις, γιατί τώρα αυτά τα παιδιά που έρχονται ως πρόσφυγες ούτε καν στο σχολείο μπορούν να πάνε. Η φωτογραφία πάντως είναι ένα ενθύμιο για αυτά τα τρία πρόσωπα. Και είναι ένα Grand Tour από την ανάποδη. Όπως δηλαδή στους παλιότερους αιώνες έρχονταν οι πλούσιοι της Ευρώπης στα αρχαία της Ιταλίας και της Ελλάδας, τώρα έρχονται οι πρόσφυγες από την Ανατολή προς τη Δύση.

Οι αδελφές Eskandari, 2015
Οι αδελφές Eskandari, 2015

Οι αυτόχθονες του Καναδά και το κρυμμένο παρελθόν

 

Κάνατε φωτογραφικές δουλειές και στην Ελλάδα;

Λίγα πράγματα. Την ίδια εποχή που έβγαλα τη φωτογραφία με τις αδελφές από το Αφγανιστάν, είχα πάει στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, όπου μου έκαναν μια υπέροχη ξενάγηση και με πήγαν και στο υπόγειο με τα πράγματα που δεν ήταν στην έκθεση. Και σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραία να φωτογραφίσω κάποιον να δουλεύει στις αποθήκες του Μουσείου, ώστε να μπορούμε να δούμε αυτό που είναι κρυμμένο. Πάντοτε σκέφτομαι έτσι, θέλω δηλαδή να αναδείξω αυτό που δεν βλέπουμε.

 

Και νομίζω ότι το καλύτερο δείγμα αυτής της αντίληψης είναι οι φωτογραφίες από την περιοχή του Βανκούβερ όπου έχετε προσθέσει κάποιες λέξεις, οι οποίες φανερώνουν το κρυμμένο παρελθόν του τόπου.

Κοιτάξτε, εδώ στην Ελλάδα τα αρχαία τα βλέπεις. Εκεί όμως τα απομεινάρια του παρελθόντος δεν υπάρχουν επειδή ήταν ξύλινα, οργανικά. Γι’ αυτό έχουν εξαφανιστεί για πάντα. Συν το ότι υπήρχε η αποικιοκρατία και ότι έβαλαν όλους τους αυτόχθονες σε «προστατευόμενες» περιοχές. Έτσι αυτές οι λέξεις αποτελούν τον νοητικό χάρτη ενός μέρους. Κι αυτός ο νοητικός χάρτης είναι πολύ σημαντικός, γιατί οι ίδιοι μπορεί να γνωρίζουν τις ιστορίες τους, αλλά οι μη αυτόχθονες δεν τις γνωρίζουν. Κι αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός του πρότζεκτ. Χρησιμοποιώ λοιπόν τη βεβαιότητα που δίνουν οι λέξεις και λέω στον κόσμο τι βρισκόταν εκεί, ποιο ήταν το περιβάλλον, ώστε να μπορέσουν να φανταστούν ότι μέσα σ’ αυτό που είναι τώρα πόλη κάποτε υπήρχαν πάπιες ή καβούρια. Γιατί κατά τα άλλα είναι κρίμα να έχεις μια φωτογραφία και να βάζεις λέξεις από επάνω. Μια φωτογραφία υποτίθεται πως είναι χίλιες λέξεις, κι αυτό είναι χίλιες μία!

 

Πώς δέχτηκαν αυτό το πρότζεκτ οι ίδιοι οι αυτόχθονες;

Ήξερα μερικούς από τη φυλή Musqueam (Μασκουίαμ), είχαμε γίνει καλοί φίλοι γιατί αγοράζαμε απ’ αυτούς ψάρια για το εστιατόριό μας – τα πουλούσαν κρυφά γιατί τότε η κυβέρνηση δεν τους έδινε άδειες αλιείας, αργότερα δικαιώθηκαν στο ανώτατο δικαστήριο. Τους είπα τι ήθελα να κάνω και μου είπαν να πάω στο συμβούλιό τους. Αντιμετώπισα μεγάλη καχυποψία, κυρίως γιατί παλιότερα κάποιοι αρχαιολόγοι είχαν κάνει συνεντεύξεις με τους γηραιούς της φυλής και έβαλαν το δικό τους copyright σ’ αυτές τις ιστορίες. Τελικά την πήρα την άδεια. Πήγαινα στους ηλικιωμένους σύγχρονες φωτογραφίες και ρωτούσα να μου πουν πώς ήταν το μέρος αυτό παλιά, ή ζητούσα να μου πουν τι ήξεραν για την τάδε περιοχή. Αυτές τις συζητήσεις τις ηχογράφησα και τις έβγαλα σε ένα μικρό βιβλίο, και κάτω από την καθεμία λέει ότι δημοσιεύεται με την άδεια του συγκεκριμένου ανθρώπου και ότι η ιστορία ανήκει σ’ αυτόν. Οι περισσότεροι μη αυτόχθονες δεν το καταλαβαίνουν αυτό, αλλά η ιδιοκτησία είναι πολλά διαφορετικά πράγματα. Πρέπει να υπάρξει μια εκπαιδευτική διαδικασία σχετικά με όλα αυτά τα ζητήματα. Το πρότζεκτ αυτό υπάρχει πια και στο πανεπιστήμιο και χαίρομαι που «έχει πόδια» και κινείται ακόμα. Είναι τέχνη, αλλά έχει και έναν θετικό κοινωνικό ρόλο.

 

Μια που κάνατε την αναφορά, οι αυτόχθονες συνεχίζουν να ψαρεύουν σολομό με βιώσιμο τρόπο, όπως παλιότερα;

Βεβαίως, προστατεύουν πολύ την περιοχή τους, ενώ παράλληλα έχουν και φοβερό τουρισμό, που δημιουργεί πολλές δουλειές. Το να πας σε έναν καταυλισμό ψαρέματος για τέσσερις μέρες στοιχίζει 3.000 ευρώ – και φεύγοντας επιτρέπεται να πάρεις μόνο λίγα ψάρια μαζί σου. Αυτοί μπορούν να πάρουν όσα θέλουν, αλλά αν κάποιος πιάσει αρκετά θα τα μοιράσει σε συγγενείς και στους ηλικιωμένους. Υπάρχουν ασφαλώς και εξαιρέσεις με ανθρώπους που δεν τους νοιάζει, αλλά γενικά προσέχουν πολύ το περιβάλλον, έχουν ισχυρό κίνημα κατά των εξορύξεων και των αγωγών πετρελαίων, ενώ και στα πανηγύρια τους –τα πότλατς– τα πάντα είναι χάρτινα και βιοδιασπώμενα.

 

Η θέση τους στην τοπική κοινωνία πώς είναι;

Σίγουρα υπάρχει αρκετή φτώχεια, μπορείς να το δεις αμέσως αυτό. Παρατηρώ όμως ότι τα πράγματα βελτιώνονται συνεχώς και ότι τα παιδάκια μαθαίνουν τη γλώσσα τους, τα τραγούδια τους... Όταν ξέρεις τη μητρική σου γλώσσα έχει διαπιστωθεί ότι έχεις πολύ λιγότερες αυτοκτονίες. Αν πας σε άλλα μέρη μπορείς να δεις ότι τα παιδιά είναι μπερδεμένα, δεν ξέρουν τη γλώσσα τους και τα πάνε πολύ άσχημα, γιατί ακριβώς δεν μπορούν να συνδεθούν με το παρελθόν τους, δεν μπορούν να συνδεθούν με τίποτα.

Χωρισμένα σημεία, οδός Main και Τερματικός, 1991
Χωρισμένα σημεία, οδός Main και Τερματικός, 1991. Από τη σειρά Sites and Place Names, Vancouver (1991, 2015)

Οι σύγχρονοι χρυσοθήρες του Βανκούβερ

 

Τα πράγματα όσον αφορά το αστικό τοπίο στο Βανκούβερ άλλαξαν από τότε που αρχίσατε να ασχολείστε με τη φωτογραφία;

Το Βανκούβερ έχει πολλά και ωραία πάρκα, που τα δημιούργησαν ήδη οι πρώτοι άποικοι – δηλαδή τι άποικοι, μετανάστες ήταν που τους έδιωξαν από τη Σκοτία... Είναι ανοιχτοί χώροι όπου μπορούν να πηγαίνουν οι άνθρωποι, οι οικογένειες, και να περνούν υπέροχα. Το πρόβλημα είναι ότι οι εταιρείες μαζί με τον δήμο αποφάσισαν ότι στις παλιές χαμηλές γειτονιές μπορείς να χτίσεις στον ίδιο χώρο περισσότερα κτίρια και με 25 ορόφους. Επειδή πρέπει, λέει, να έχουμε μεγάλη οικιστική πυκνότητα. Μα ποιος το λέει; Είναι κάτι εντελώς αντιδημοκρατικό, το οποίο το αντιμετωπίζουν όλες οι πόλεις, ιδίως οι περιοχές που είναι ελκυστικές για κατοίκηση. Λοιπόν, νομίζω ότι υπάρχει μεγάλη απληστία, και το Βανκούβερ συνεχίζουν να το χτίζουν ξανά και ξανά, επειδή είναι σαν χρυσωρυχείο. Είναι μια νέα εποχή για χρυσοθήρες, όπως τότε που η Βρετανική Κολομβία έγινε διάσημη επειδή είχε χρυσό. Τώρα δεν είναι το χώμα που έχει χρυσό αλλά οι πολυκατοικίες. Οι πνευματικές ανησυχίες μετατράπηκαν σε κερδοσκοπίες ακινήτων με αμφιλεγόμενα κεφάλαια. Από την άλλη μεριά, δεν θέλω να είμαι απόλυτος. Το Ολυμπιακό χωριό, που δημιουργήθηκε σε μια πρώην βιομηχανική περιοχή, είναι μια υπέροχη γειτονιά, που σε κάνει να σκέφτεσαι, «γιατί καθόμουν και υπερασπιζόμουν τα χαλάσματα;».

 

Και πώς αντιμάχεται κανείς αυτή την οικιστική εξέλιξη;

Κοιτάξτε, στη γειτονιά μου έχουμε μέλισσες, έχουμε κολιμπρί, έχουμε διάφορα πουλιά, επειδή έχουμε όμορφες αυλές. Τώρα θα γίνει ένας πύργος με διαμερίσματα εδώ, ένας λίγο παραπέρα, θα μείνουν κάποια χαμηλά σπίτια, αλλά όλοι οι χώροι πράσινου θα χαθούν. Έτσι είπα στον εαυτό μου, και το πρότεινα και στους φίλους μου φωτογράφους, ότι ίσως θα έπρεπε να το καταγράψουμε αυτό, τους χώρους πρασίνου, τα σπίτια, τα έντομα, τις μέλισσες, ως ένα είδος ιστορίας αυτού του τόπου. Και ταυτόχρονα να απαιτήσουμε από τους όποιους εργολάβους –επειδή ξέρουμε ότι θα βγάλουν λεφτά– να παραχωρήσουν περιοχές για δημόσιους χώρους και πάρκα, όπως έκαναν οι Σκοτσέζοι παλιότερα. Οι τιμές των σπιτιών είναι απλησίαστες και οι νέοι άνθρωποι δεν μπορούν να τις αντέξουν οικονομικά, γι’ αυτό και πολλοί φεύγουν από την πόλη και πηγαίνουν έξω, όπου μπορούν να εκτιμήσουν τη φύση, το πράσινο και όλα αυτά τα πράγματα. Βλέπω λοιπόν να συμβαίνουν αλλαγές και μετατοπίσεις.

 

Υπάρχει δηλαδή ένα αίτημα για μια πιο οικολογική ζωή;

Η Βρετανική Κολομβία είναι ένα πολύ προοδευτικό μέρος όσον αφορά το περιβάλλον, με πολύ πράσινες αξίες. Έχουμε πραγματικά ένα απίστευτο σύστημα ανακύκλωσης, δεν έχουμε πια πλαστικές σακούλες, πηγαίνουμε να πάρουμε καφέ με δικό μας ποτήρι, όλες οι συσκευασίες πακέτου είναι χάρτινες. Ωστόσο το πράσινο κόμμα πολλές φορές προτείνει μια τιμωρητική πολιτική σε σχέση μ’ αυτά τα πράγματα. Νομίζω ότι πρέπει να το δούμε με έναν άλλον τρόπο, πώς δηλαδή να είμαστε θετικοί και όχι περιοριστικοί, πώς μπορούμε να μιλάμε για πράσινη πολιτική και να είμαστε περήφανοι.

 

Περιγράφετε γενικά μια καλή ποιότητα ζωής. Ωστόσο στις φωτογραφίες σας πολλές φορές φαίνεται κάτι διαφορετικό – σκουπίδια, ερείπια, εγκατάλειψη. Πώς εξηγείται αυτό;

Πάντα κοιτάζαμε κριτικά αυτό που βρισκόταν μπροστά μας. Και πράγματι το Βανκούβερ είναι ένα πολύ όμορφο μέρος, μπορείς να βγάζεις συνέχεια όμορφες φωτογραφίες. Δεν ήταν όμως η ομορφιά αυτό που μας ενδιέφερε πρωταρχικά αλλά τα προβλήματα. Μεγαλώσαμε με τη Σχολή της Φρανκφούρτης, οπότε αυτή η κριτική ματιά και το να χρησιμοποιήσεις τη φωτογραφία ως έναν τρόπο για να δεις την ανθρώπινη κατάσταση ήταν πολύ σημαντικό για εμάς. Μας άρεσε να δείχνουμε τις ρωγμές, μας άρεσε να δείχνουμε τα ρήγματα, πράγματα που κανονικά οι άνθρωποι δεν θα έβλεπαν. Είναι μέρος του ύφους μας. Αλλά δεν νομίζω ότι βγάζω τέτοιες φωτογραφίες πια. Αυτή ήταν μια συγκεκριμένη στιγμή που αυτά τα πράγματα όντως υπήρχαν. Δεν τα κυνηγάω για να τα δω. Οι φωτογραφίες αυτές αποτυπώνουν μια ιστορική στιγμή.

Πάρκο Υψηλής Τεχνολογίας, 2007
Πάρκο Υψηλής Τεχνολογίας, 2007. Από τη σειρά Transient & Dystopian Places (2001-2007)

Ο λόγος στα... δέντρα

 

Πώς προέκυψε η σειρά με τις μηλιές και αυτός ο προβληματισμός με τη γεωργική παραγωγή;

Αυτό είναι στην περιοχή του Penticton, όπου έχουμε ένα αγρόκτημα. Η περιοχή αυτή έχει πολλές μηλιές, αλλά βρίσκεται ακριβώς επάνω από την πολιτεία Ουάσιγκτον, στις ΗΠΑ, που είναι μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς μήλων στον κόσμο. Εκεί το χώμα είναι πολύ πιο εύφορο, αλλά και η γεωργία στηρίζεται πολύ – επειδή βεβαίως θέλουν την ψήφο των αγροτών. Η καναδική κυβέρνηση, αντίθετα, δεν στηρίζει τους αγρότες και το αποτέλεσμα είναι η καλλιέργεια των μήλων σιγά σιγά να παρακμάζει. Οι εταιρείες θέλουν όμορφα μεγάλα μήλα, αλλά αυτό είναι δύσκολο να γίνει, δεν συμφέρει. Έτσι, πολλά φρούτα μένουν πάνω στα δέντρα ή πετιούνται. Η περιοχή προσελκύει πολλές νέες οικογένειες και έχει μεγάλη ανοικοδόμηση, γιατί είναι όμορφη και έχει καλό κλίμα, αλλά οι νέοι κάτοικοι δεν είναι πια αγρότες.

 

Έχετε κι εσείς μηλιές, έτσι δεν είναι;

Ναι, το κτήμα έχει μηλιές και άλλα. Φέτος θα κάνουμε εντελώς βιολογική καλλιέργεια. Αλλά κάναμε και κάτι άλλο πολύ ωραίο. Αφήσαμε ένα κομμάτι ακαλλιέργητο, άγριο. Και τώρα βλέπω ότι έρχονται μέλισσες, ορτύκια, λαγοί cottontails, που βλέπεις σπάνια εκεί, αλλά κι ένας λύγκας. Αυτό με ευχαριστεί πάρα πολύ.

 

Πριν τελειώσουμε θα ήθελα να σχολιάσουμε και τη φωτογραφία μέσα στο δάσος με τον ηχολήπτη που είναι σαν να παίρνει συνέντευξη από ένα δέντρο. Η εικόνα αυτή μεταδίδει μια ιερότητα...

Αυτά τα μέρη δεν κατοικούνταν, αλλά οι άνθρωποι που ζούσαν στην περιοχή τα γνώριζαν καλά και ήταν κατά κάποιον τρόπο εναρμονισμένοι μαζί τους. Είχαν απίστευτη γνώση του περιβάλλοντος – π.χ. τι είναι καλό να φας και τι είναι δηλητηριώδες, ή με ποιο κομμάτι από τα βρύα μπορείς να φτιάξεις μια κατοικία και με ποιο να φτιάξεις παιδικές πάνες. Αν πας εκεί, νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε ένα ιδιαίτερο μέρος. Και αν περπατήσεις, βυθίζεσαι μέσα στα βρύα, μέσα στη γη. Είναι ένα ζωντανό μέρος. Αν λοιπόν αυτό το δέντρο έχει να μας πει κάτι, πρέπει να το ακούσουμε. Τα δέντρα βέβαια δεν μιλάνε. Ή μήπως μιλάνε;

Χρήστος Δικαιάκος - Βασίλης Πάγκαλος
Ο Χρήστος Δικαιάκος (δεξιά) με τον Βασίλη Πάγκαλο από το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, μπροστά σε έργα από τη σειρά Nature Morte (2011-2013). Φωτ. Αντώνης Βλάχος