Ποια ανάπτυξη χρειαζόμαστε;

ΑΡΘΡΟ

Το τελευταίο άρθρο της σειράς αυτής αναφέρεται στην κλιματική κρίση και στο νέο κοινωνικό αφήγημα που χρειαζόμαστε κατά την προσπάθεια αντιμετώπισής της.

Δούκας Τι ανάπτυξη θέλουμε

Πριν λίγες μέρες, στις 9 Αυγούστου 2021, κυκλοφόρησε η 6η Έκθεση της «Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή» (Intergovernmental Panel on Climate Change – IPCC) του ΟΗΕ. H Έκθεση μιλάει για «κόκκινο συναγερμό».

Η παγκόσμια υπερθέρμανση συμβαίνει πιο γρήγορα από ό,τι φοβόμασταν και η ανθρωπότητα έχει τεράστιο και αδιαμφισβήτητο μερίδιο ευθύνης. Η μέση θερμοκρασία επιφάνειας της Γης αναμένεται να ξεπεράσει τον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου (πάνω από τα προ-βιομηχανικής εποχής επίπεδα) γύρω στο 2030 σε όλα τα σενάρια εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (από τα πιο αισιόδοξα έως τα πιο απαισιόδοξα), με βάση τις υπάρχουσες συνθήκες και φιλοδοξίες. Μία ολόκληρη δεκαετία νωρίτερα δηλαδή από την προηγούμενη πρόβλεψη του OHE.

Στη χώρα μας, με τις μεγάλες πυρκαγιές να διαδέχονται η μία την άλλη και με εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα καμένης βλάστησης και κατεστραμμένων οικοσυστημάτων, γίνεται πιο ξεκάθαρο από ποτέ πως η κλιματική κρίση είναι εδώ και θα εντείνεται όλο και περισσότερο.

Αυτή είναι λοιπόν η στιγμή να δούμε κατάματα την πραγματικότητα και να ενεργήσουμε ανάλογα. Ας ξεκινήσουμε με μερικές διαπιστώσεις.

Παρά την προσπάθεια προώθησης καθαρών πηγών ενέργειας (όπως η ηλιακή ενέργεια), τα ορυκτά καύσιμα καταλαμβάνουν σήμερα το 80% της τελικής χρήσης ενέργειας παγκοσμίως. Ενώ η εξοικονόμηση ενέργειας αποτελεί, σε επίπεδο ρητορείας, την πρώτη προτεραιότητα, στην πράξη η κατανάλωση ενέργειας έχει αυξηθεί κατά 50% σε σχέση με το 1995. Και αν το 2020, λόγω πανδημίας, υπήρξε μια σημαντική πτώση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, το 2019 υπήρξε ρεκόρ εκπομπών, αφού αυτές ήταν κατά 62% αυξημένες σε σχέση με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την κλιματική αλλαγή (1990). Μάλιστα, τα μέχρι στιγμής δεδομένα του 2021 δείχνουν νέο ετήσιο ρεκόρ. Και οι πιέσεις αυτές δεν αφορούν μόνο στο φυσικό περιβάλλον αλλά και στις κοινωνικές ανισότητες, που αυξάνονται δραματικά και παίρνουν νέες μορφές, όπως οι «νέοι κλιματικοί μετανάστες» που ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους στη χώρα μας λόγω των πυρκαγιών, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα, χωρίς ιστορικό προηγούμενο. 

Κι αν είναι δύσκολο να συνδεθούν άμεσα οι πυρκαγιές που βιώσαμε στη χώρα μας με την κλιματική αλλαγή, η άνοδος της θερμοκρασίας –και η αυξημένη ξηρασία σε περιοχές όπως η Μεσόγειος– τις καθιστούν σίγουρα πιο συχνές, πιο μεγάλες (megafires), πιο έντονες, περισσότερο καταστροφικές και μεγαλύτερης διάρκειας. Επιπλέον, από τις πυρκαγιές αυτές εκλύονται τρομακτικές ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, ενώ καταστρέφονται τα δέντρα που θα μπορούσαν να το απορροφήσουν, ανατροφοδοτώντας έτσι την κλιματική αλλαγή και δημιουργώντας ένα «σπιράλ θανάτου». Είναι χαρακτηριστικό πως τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου λόγω των “lockdown” υπεραντιστάθμισαν οι πρόσφατες μεγάλες πυρκαγιές στην Αυστραλία. 

Τι συμβαίνει λοιπόν και παρά τις διακηρύξεις κινούμαστε στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που επιθυμούμε;

Το πρόβλημα εδράζεται στη βασική παραδοχή του σημερινού αναπτυξιακού αφηγήματος. Η επικρατούσα πεποίθηση είναι ότι μπορούμε να έχουμε οικονομική μεγέθυνση διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι τα φυσικά οικοσυστήματα δεν θα υποβαθμίζονται, αλλά θα εξακολουθούν να παρέχουν τα εδάφη, τους πόρους και τις υπηρεσίες στις οποίες βασίζεται η ευημερία μας. Ακόμα και οι πιο προωθημένες πολιτικές στρατηγικές (π.χ. η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών) δομήθηκαν σε αυτήν ακριβώς την παραδοχή, τη δυνατότητα δηλαδή αποσύνδεσης της οικονομικής ανάπτυξης από την (υπερ) εκμετάλλευση εδαφών και φυσικών πόρων. 

Oι σχετικές επιστημονικές μελέτες δεν τεκμηριώνουν κάτι τέτοιο. Αποδεικνύουν αντίθετα πως η οικονομική μεγέθυνση, η εδαφική αλλοτρίωση και η περιβαλλοντική υποβάθμιση σχετίζονται έντονα. Το αποτύπωμα δηλαδή των υλικών αγαθών, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) και οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έχουν αυξηθεί ραγδαία στην πάροδο των χρόνων. Και ενώ η αύξηση του πληθυσμού ήταν η κύρια αιτία της αυξανόμενης κατανάλωσης της περιόδου 1970–2000, η εμφάνιση μιας εύπορης μεσαίας τάξης, σε όλα τα μήκη και πλάτη, υπήρξε ο ισχυρότερος μοχλός αργότερα. Επιπλέον, η τεχνολογική ανάπτυξη έχει μέχρι στιγμής συνδεθεί με αυξημένη κατανάλωση, παρά το αντίστροφο.

Εάν λοιπόν η οικονομική μεγέθυνση δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την πίεση στη γη και τους φυσικούς πόρους, μήπως η επαναχρησιμοποίηση των πόρων εντός της οικονομίας είναι η λύση;

Πράγματι, οι πολιτικές κυκλικής οικονομίας, μεταξύ άλλων, αποσκοπούν στη βελτίωση της διαχείρισης των αποβλήτων, στην επαναχρησιμοποίηση και στην ανακύκλωση υλικών. Όμως και εδώ οι μελέτες δείχνουν πως, σε κλίμακα ολόκληρης της οικονομίας, μόνο το 12% των υλικών που εισρέουν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακυκλώνονται. Ενώ τα ποσοστά ανακύκλωσης υλικών όπως πλαστικά, χαρτί, γυαλί και μέταλλα μπορούν –και πρέπει– να αυξηθούν σε μεγάλο βαθμό, ο δρόμος παραμένει μακρύς. 

Όλα αυτά δείχνουν πως είναι ανάγκη να ξανασκεφτούμε τις κοινωνικές έννοιες της προόδου και της ανάπτυξης, ανοίγοντας το μυαλό μας πέρα από την κατανάλωση και την οικονομική μεγέθυνση (κατά ΑΕΠ)

Νέα επιστημονικά υποδείγματα και κοινωνικά κινήματα «μετα-ανάπτυξης» έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται. Αυτά δίνουν έμφαση σε αξίες όπως η ατομική και κοινωνική ελευθερία, η περιβαλλοντική ισορροπία και η κοινωνική και διαγενεακή δικαιοσύνη. Πρότυπες κοινότητες ανά τον κόσμο ζουν με αρχές λιγότερο υλιστικές, καταναλώνουν λιγότερα και επανα-νοηματοδοτούν το «ευ ζην» στην απλή ζωή, που μειώνει το προσωπικό άγχος, τις περιβαλλοντικές πιέσεις και δημιουργεί μια άλλη συμφιλίωση με τη φύση.

Εναλλακτικοί δείκτες μέτρησης προόδου έχουν επίσης αναπτυχθεί και εφαρμόζονται πιλοτικά (πέραν του ΑΕΠ), όπως ο γνήσιος δείκτης προόδου και η παγκόσμια βιοχωρητικότητα. Πρόκειται για δείκτες περισσότερο ολιστικούς, που συμπεριλαμβάνουν ζωτικές, εγγενείς περιβαλλοντικές και κοινωνικές αξίες. 

Πόλεις όπως το Άμστερνταμ ανασχεδιάζονται στη βάση εναλλακτικών θεωριών, όπως τα “Doughnuts Economics” της Kate Raworth. Οι δύο ομόκεντροι κύκλοι της Raworth, που μοιάζουν με ντόνατς, αποτελούν τα όρια όπου πρέπει να κινούμαστε. Ο εσωτερικός κύκλος αφορά στα απαραίτητα προς το ζην (όπως φαγητό, στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη), ενώ ο εξωτερικός εξασφαλίζει ότι δεν πιέζονται υπερβολικά τα ζωτικά συστήματα της Γης (όπως το κλίμα και η βιοποικιλότητα). Αυτή η θεωρία διαμόρφωσε και νέες έννοιες, όπως της «ενεργειακής επάρκειας», που περιγράφει πώς η ενέργεια διατηρείται σε ένα «πράσινο» και ασφαλές καταφύγιο, πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα την παραδοσιακή αντίληψη της ενεργειακής αποδοτικότητας. Δεν αρκεί δηλαδή να είναι κάποιος περισσότερο αποδοτικός, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να ζητάει λιγότερη ενέργεια για να καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες του

Χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό αφήγημα, που να αλλάζει δραστικά τον τρόπο με τον οποίο παράγουμε και καταναλώνουμε ενέργεια, φτιάχνουμε τις υποδομές μας και τα σπίτια μας, μετακινούμαστε, παράγουμε τα τρόφιμά μας και χρησιμοποιούμε τη γη. 

Για να μη χαθεί η μάχη της κλιματικής αλλαγής και για να μην «καταντήσει το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει».