Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στο θέμα της καθαρής ενεργειακής μετάβασης και των αλλαγών που συντελούνται, με έμφαση στο θέμα της χρήσης φυσικού (ορυκτού) αερίου, που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως ένα καύσιμο που οδεύει προς το τέλος της χρήσης του.
Στις 21 Απριλίου 2021 παρουσιάστηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή η ταξινομία των καθαρών τεχνολογιών, οι οποίες θα μπορούν να λαμβάνουν χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά ταμεία και να θεωρούνται ότι συνεισφέρουν στην ενεργειακή μετάβαση και το Ευρωπαϊκό Green Deal. Το φυσικό αέριο, μετά από αρκετή πίεση, τέθηκε εκτός της λίστας μαζί με την πυρηνική ενέργεια, θα επανεξεταστεί στο τέλος του χρόνου από τα κράτη μέλη και όλα δείχνουν ότι δεν συνάδει πλέον με τους ενεργειακούς στόχους.
Η Ευρώπη, επίσης, έθεσε τα θεμέλια του πρώτου Κλιματικού Νόμου με αύξηση του στόχου για τα αέρια του θερμοκηπίου που απαιτεί υπερ-πολλαπλάσιες πράσινες επενδύσεις (μόνο για την Ελλάδα απαιτούνται πάνω από 10 GW νέες ΑΠΕ ως το 2030 σε συνδυασμό με το στόχο των επενδύσεων στην ενεργειακή εξοικονόμηση), κάτι που καθιστά τη βιωσιμότητα του φυσικού αερίου ως καυσίμου μη εφικτή.
Μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο εξάλλου, την ίδια εβδομάδα η ελληνική πολιτεία δήλωνε ότι η χώρα δεν μπορεί να γίνει πεδίο εξορύξεων ορυκτών καυσίμων (μετά και την αποχώρηση αρκετών κοινοπραξιών), το οποίο σηματοδοτεί και μία ακόμα εξέλιξη που δεν παρέχει ασφάλεια εφοδιασμού για το φυσικό αέριο. Το εύλογο ερώτημα λοιπόν είναι: δεδομένης της καθαρής ενεργειακής μετάβασης την οποία έχουμε στοχεύσει σαν χώρα και σαν Ευρώπη, πώς το φυσικό αέριο, που ανήκει στα ορυκτά καύσιμα, θα συμβάλει στους στόχους αυτούς και πώς θα βοηθήσει την κοινωνία σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο;
Παρακάτω θέτουμε κάποια ερωτήματα που μπορεί να μας διευκολύνουν στο παζλ.
Το έργο των νέων αγωγών υποστηρίζεται από ευρωπαϊκή χρηματοδότηση; Οι συγκεκριμένες επενδύσεις δεν λαμβάνουν εφεξής ευρωπαϊκή χρηματοδότηση στην περίοδο 2021-2030, λόγω της μη θεώρησης του φυσικού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου. Επιπλέον το “Κύμα Ανακαίνισης” και οι προβλέψεις της Ευρώπης για τα κτίρια που θα μειώσουν το 2030 τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 60% (σε σχέση με το 2015), μέσω κτιριακών αναβαθμίσεων και εγκατάστασης ηλεκτρικών αντλιών θερμότητας, δεν αφήνουν πολύ χώρο για το φυσικό αέριο μετά από αυτή την περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδύσεις αυτές κινδυνεύουν να γίνουν stranded assets – και ευλόγως τίθεται το ερώτημα γιατί να μην επενδύσουμε απευθείας σε ρύθμιση της ζήτησης μέσω ενεργειακής απόδοσης (η επίτροπος Ενέργειας ευθαρσώς δήλωσε ότι η ενεργειακή αναβάθμιση θα είναι η νέα νόρμα) και καθαρότερες μορφές. Όπως όλα δείχνουν, αυτή τη στιγμή το φυσικό αέριο είναι ό,τι ήταν και ο λιγνίτης πριν από 10 χρόνια… Δεν είναι τυχαίο ότι απεντάχθηκαν όλα αυτά τα έργα και από το Ταμείο Ανάκαμψης… Είναι εξίσου κλασική πια η φράση του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων: «το αέριο τελείωσε».
Μπορεί το φυσικό αέριο να είναι βιώσιμο και φτηνό για τον οικιακό και εμπορικό καταναλωτή; Η βιωσιμότητα τέτοιων επενδύσεων και το όφελος στον καταναλωτή είναι αρκετά αμφισβητήσιμα πια, γιατί η τιμή του φυσικού αερίου αρχίζει και γίνεται αρκετά ευμετάβλητη πλέον (αρκεί να δει κανείς την αύξηση των τιμών λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών στην Ευρώπη), ενώ αυτή τη στιγμή δεν έχει υπολογιστεί η μεγάλη αύξηση του κόστους της από την τιμή του CO2 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που τείνει να φτάσει στα 45 Ε/τ με κατεύθυνση τα 100-150 Ε/τ CO2 (άρα θα αυξήσει και την τιμή του ορυκτού αερίου).
Επιπλέον, η αύξηση του κόστους θα είναι πολύ μεγάλη μετά και την εισαγωγή του κτιριακού τομέα στο καθεστώς της Εμπορίας Αδειών Αερίων του Θερμοκηπίου (όπως δηλώθηκε και επισήμως από την κοινοτική επίτροπο και θα αποφασιστεί αυτό το καλοκαίρι στην Επιτροπή), όπου κάθε μονάδα θέρμανσης από φυσικό αέριο θα υπόκειται στην αυξημένη τιμή του CO2.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που και η Ευρωπαϊκή Ένωση Καταναλωτών έστειλε υπόμνημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητώντας να απομακρυνθούν τα ορυκτά καύσιμα από τη θέρμανση και ψύξη (ακολουθώντας τον ευρωπαϊκό στόχο για πλήρη απανθρακοποίηση της θέρμανσης και ψύξης του κτιριακού τομέα).
Η αύξηση της τιμής του καυσίμου στη θέρμανση δε θα οδηγήσει και σε μείωση της ζήτησής του (λόγω της μεγάλης ανελαστικότητας ζήτησης), ενώ η αλλαγή σε μια νέα καθαρότερη τεχνολογία (όταν δεν έχει αποσβεστεί η αξία του φυσικού αερίου) δεν θα είναι εύκολη (καθότι θα απαιτείται και κόστος νέας εγκατάστασης τεχνολογίας).
Εν κατακλείδι λοιπόν, δε μπορεί κανείς να εγγυηθεί ότι το φυσικό αέριο θα είναι ένα φθηνό καύσιμο για τον καταναλωτή την επόμενη περίοδο (δεδομένης και της μείωσης των τιμών των εναλλακτικών καυσίμων, όπως π.χ. των φωτοβολταϊκών στη στέγη σε συνδυασμό με αντλίες θερμότητας). Είναι επίσης χρήσιμο να γνωρίζουν οι καταναλωτές ότι η εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών (π.χ. Ολλανδία η οποία εγκαταλείπει το φυσικό αέριο) δείχνει ότι κάθε νοικοκυριό πρέπει να πληρώσει 30.000-40.000 ευρώ για να αλλάξει καύσιμο…
Μπορεί το φυσικό αέριο να είναι πιο αποδοτικό για τον οικιακό και εμπορικό τομέα; Το θέμα της εξοικονόμησης κόστους κατά 40%, που αναφέρεται, είναι αρκετά συζητήσιμο και ίσως είχε μια λογική πριν από κάποια χρόνια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και η απόδοση του φυσικού αερίου σε οικιακό/εμπορικό τομέα (με τους πιο καινούργιους καυστήρες να έχουν 98,5% απόδοση, πολύ χαμηλότερη πια από αντίστοιχες αντλίες θερμότητας, με πάνω από 300% απόδοση). Οπότε, αν όντως συνδυαστεί η αντλία με ΑΠΕ, τότε είναι σίγουρα φθηνότερη (αντίστοιχα και ο χρόνος ζωής ενός καυστήρα είναι 8-12 χρόνια ενώ της αντλίας 15-25 χρόνια). Επιπλέον, η τάση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι η επιβολή α) ελάχιστων στάνταρ απόδοσης σε εξοπλισμό θέρμανσης, τα οποία θα πετάξουν εκτός αγοράς τους νέους καυστήρες φυσικού αερίου έως το 2030 (όπως ήδη έγινε στη Δανία και τη Νορβηγία), και β) ελάχιστων στάνταρ ενεργειακής απόδοσης σε υφιστάμενα κτίρια, τα οποία θα προωθήσουν τις ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων και αλλαγές συστημάτων θέρμανσης θέτοντας χρονοδιαγράμματα, με βάση τα οποία τα κτίρια θα πρέπει να συμμορφώνονται με ενεργειακά και κλιματικά κριτήρια (όπως έγινε στη Σκωτία και την Ολλανδία).
Οι πρώτες αποτιμήσεις με βάση τον κύκλο ζωής ενός καυστήρα φυσικού αερίου δείχνουν ότι θα μπορούσε να ήταν πολύ οικονομικότερο και αποδοτικότερο να γίνει μετατροπή σε αντλίες εξαρχής (με ή χωρίς συστήματα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας). Βασική ερώτηση λοιπόν είναι, μήπως θα ήταν χρησιμότερο να ζητηθεί ένα πρόγραμμα από τα διαθέσιμα του ΕΣΠΑ και από το νέο ΕΣΠΑ (ή και του Ταμείου Ανάκαμψης) για αντλίες θερμότητας σε όλα τα κτίρια και αύξηση του ρυθμού των ενεργειακών αναβαθμίσεων (>1% ώστε να προλάβουμε και τους στόχους του Κύματος Ανακαίνισης);
H Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις κατευθυντήριες οδηγίες για τη δημόσια χρηματοδότηση προκρίνει τη μεγιστοποίηση των εναποθέσεων κεφαλαίων για ενεργειακές αναβαθμίσεις, καθώς είναι και η μόνη ουσιαστική και διαρθρωτική λύση για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας (η οποία λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις στη χώρα μας).
Υπάρχει προοπτική για υδρογόνο στο μέλλον; Η συγκεκριμένη επένδυση, αν γίνει, θα πρέπει να αποσκοπεί σε υδρογόνο στο μέλλον χωρίς να χρειάζονται μετατροπές στο υπάρχον δίκτυο (άρα χωρίς σκαψίματα πάλι και νέο κόστος…) και να αφορά αποκλειστικά τις μεταφορές. Στον οικιακό και εμπορικό τομέα το υδρογόνο είναι πανάκριβο (βλ. https://energypress.gr/news/ydrogono-gia-thermansi-ktirion-stin-ellada-ehei-noima) και με πολύ χαμηλή απόδοση (ενδεικτικά το υδρογόνο σε οικιακό καυστήρα έχει απόδοση 47%-59%, όταν η αντλία θερμότητας με ηλεκτρισμό από ΑΠΕ έχει αντίστοιχη απόδοση 270%!). Αντίστοιχα και το ετήσιο κόστος θέρμανσης με καυστήρα υδρογόνου είναι 1.200-3.700 ευρώ, όταν με αντλία θερμότητας από ΑΠΕ μόλις 600 ευρώ.
Το φυσικό αέριο μπορεί να φέρει θέσεις εργασίας; Οι πρόσφατες μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι οι επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα προσφέρουν πολύ λιγότερες θέσεις εργασίας (γιατί έχουν μικρό κύκλο εργασιών μετά την κατασκευή – παραμένει μόνο η συντήρηση) σε σχέση με το πιο σημαντικό κομμάτι του κτιρίου, τις ενεργειακές ανακαινίσεις κτιρίων και την εξοικονόμηση ενέργειας.
Για κάθε 1 εκατομμύριο ευρώ που επενδύεται σε ενεργειακές ανακαινίσεις κτιρίων και σε εξοικονόμηση ενέργειας δημιουργούνται 18 μακροχρόνιες και τοπικές θέσεις εργασίας (που θα μείνουν τοπικά), ενώ για ορυκτά καύσιμα μόλις 5 θέσεις εργασίας (βλ. και εδώ https://ecopress.gr/peloponnisos-ape-kai-energeiaki…/). Χωρίς παρεμβάσεις στα κτίρια και ρύθμιση της ενεργειακής ζήτησης, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να προβούμε σε επεκτάσεις δικτύων (που αντιτίθεται και στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό της Ενεργειακής Απόδοσης).
Οι δήμοι που ξεκινούν το φυσικό αέριο δεν θα κερδίσουν; Οι δήμοι που έχουν διαμορφώσει ή διαμορφώνουν τα Σχέδια Δράσης για την Αειφόρο Ενέργεια και το Κλίμα (ΣΔΑΕΚ) θέτοντας στόχους για τη νέα περίοδο θα πρέπει να αντιληφθούν ότι με μαζική χρήση ενός ορυκτού καυσίμου θα αυξήσουν και το κλιματικό τους αποτύπωμα, άρα θα επιβαρύνουν την επίτευξη των στόχων τους και θα αναγκαστούν να κάνουν πολύ περισσότερες δράσεις. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι ευρωπαϊκοί χρηματοδοτικοί φορείς έχουν λάβει απόφαση περί αποφυγής χρηματοδότησης επενδύσεων σε ορυκτά καύσιμα, οι δήμοι δεν θα έχουν ίσες ευκαιρίες χρηματοδότησης από ενεργειακά και κλιματικά προγράμματα (έναντι άλλων που πορεύονται με καθαρότερες τεχνολογίες) και αυτό θα δημιουργήσει θέματα εξεύρεσης πόρων στο άμεσο μέλλον…
Με βάση τα ανωτέρω, ίσως είναι χρήσιμο να γίνει ένας γόνιμος διάλογος στις τοπικές κοινωνίες με φορείς για να συζητηθούν τα θέματα αυτά. Η πραγματική ενεργειακή μετάβαση μπορεί να αποτελέσει τον πραγματικό μοχλό εκκίνησης της τοπικής οικονομίας, χωρίς να βασίζεται σε εισαγόμενα καύσιμα. Ας μην ξεχνάμε και το γνωστό ρητό της Διεθνούς Επιτροπής Ενέργειας “η ενεργειακή εξοικονόμηση είναι το πρώτο καύσιμο”.
Μήπως να γίνει μια σοβαρή συζήτηση για το πόσο αποφάσεις που πάρθηκαν πριν από 10 χρόνια έχουν νόημα σήμερα και να παρουσιαστούν όλα τα στοιχεία περί της βιωσιμότητας τέτοιων επενδύσεων για διαβούλευση (με παρουσίαση των αναγκών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, τις καταναλώσεις τους κλπ.) και να βρεθούν οι βέλτιστες λύσεις;