Στις 23 Σεπτεμβρίου του 2019 από το βήμα του ΟΗΕ, ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε την απόφαση για πλήρη απεξάρτηση της Ελλάδας από τον λιγνίτη ως το 2028 το αργότερο. Πρόκειται για μια απόφαση-σταθμό στην ιστορία της ενεργειακής πολιτικής της χώρας δεδομένου ότι ο λιγνίτης αποτελούσε το κυρίαρχο καύσιμο στο ενεργειακό μίγμα της χώρας για πολλές δεκαετίες.
Λίγους μήνες μετά, η απόφαση αυτή ενσωματώθηκε και εξειδικεύτηκε τόσο στο νέο επιχειρησιακό σχέδιο της ΔΕΗ όσο και στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Και τα δύο περιλαμβάνουν το ίδιο χρονοδιάγραμμα απόσυρσης όλων των υφιστάμενων σήμερα λιγνιτικών μονάδων ως το 2023 και λειτουργία μίας μόνο λιγνιτικής μονάδας μεταξύ 2023 και 2028. Πρόκειται για την υπό κατασκευή σήμερα μονάδα 5 στην Πτολεμαΐδα, η εγκατάσταση της οποίας ξεκίνησε το 2015, κόστισε 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ και προβλέπεται να ξεκινήσει τη λειτουργία της είτε το 2022, είτε το 2023, ενώ αδιευκρίνιστο παραμένει ως σήμερα το μέλλον της μετά το 2028.
Η λιγνιτική παραγωγή στην πορεία των χρόνων
Ωστόσο η πορεία προς την απολιγνιτοποίηση δεν ξεκίνησε με τη σχετική ανακοίνωση του πρωθυπουργού. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1, με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ η συνεισφορά του λιγνίτη στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής της χώρας μειώνεται σχεδόν κάθε χρόνο από το 2004 ως σήμερα, όπως και το αντίστοιχο μερίδιό του στην κάλυψη της ζήτησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στην τελευταία δεκαετία η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή έπεσε από 27,4 TWh το 2010 (63% της ζήτησης), σε 10,4 TWh το 2019 (20% της ζήτησης).
*Για το 2020, σύμφωνα με την εκτίμηση του Προέδρου της ΔΕΗ, προβλέπεται ότι η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή δεν θα ξεπεράσει τις 5,5 TWh. Για την εκτίμηση της συνολικής ζήτησης του 2020, γίνεται η παραδοχή ότι αυτή θα είναι 6% μικρότερη από την αντίστοιχη του 2019.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι το ιστορικό χαμηλό του 2019 θα καταρριφθεί το 2020, καθώς στο πρώτο δεκάμηνο του 2020 παρατηρείται συνολική μείωση κατά 50,6% στη λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2019 με μειώσεις κάθε μήνα του 2020 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο του 2019 που κυμαίνονται από 15% (Φεβρουάριος) έως παραπάνω από 75% (Ιούνιος) (Διάγραμμα 2).
Ιστορικό ορόσημο αποτέλεσε το διήμερο 7-9 Ιουνίου του 2020 καθώς για 39 συνεχείς ώρες δεν λειτούργησε καμία από τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ σε Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη
Αιτίες για τη μείωση της λιγνιτικής παραγωγής
Αυτή η δραστική μείωση της λιγνιτικής παραγωγής είναι αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης πολλών παραμέτρων, οι περισσότερες από τις οποίες συνδέονται με την κλιματική και περιβαλλοντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Πρώτος και κυριότερος λόγος είναι η ευρωπαϊκή οδηγία για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΕΣΕΔΕ). Από το 2013 που σταμάτησαν τα δωρεάν δικαιώματα εκπομπών για τον κλάδο της ηλεκτροπαραγωγής -εκτός εξαιρέσεων που δεν αφορούν την Ελλάδα-η ΔΕΗ είναι αναγκασμένη να πληρώνει για κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα (CO2) που εκπέμπουν οι μονάδες της. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τις χαμηλές τιμές CO2, το 2013 ήταν η πρώτη χρονιά κατά την οποία η λιγνιτική δραστηριότητα της ΔΕΗ άρχισε να παρουσιάζει ζημιές, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΔΕΗ που περιέχονται στο επικαιροποιημένο Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης
Η οδηγία αυτή πρόκειται να αναθεωρηθεί ξανά το 2021 γιατί η ευρωπαϊκή νομοθεσία πρέπει να προσαρμοστεί με τον νέο κλιματικό στόχο μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Καθώς ο νέος στόχος είναι πολύ πιο φιλόδοξος από τον προηγούμενο, προβλέπεται ότι η εναρμόνιση της οδηγίας για το χρηματιστήριο ρύπων θα οδηγήσει σε ακόμα υψηλότερες τιμές CO2. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έγκυρο Bloomberg NEF εκτιμά ότι το κόστος CO2 θα ξεπεράσει τα 40 ευρώ τον τόνο το 2023, ενώ ως το 2028 θα εκτιναχτεί πέρα από τα 50 ευρώ τον τόνο
Ο δεύτερος λόγος που συντέλεσε στη μείωση της λιγνιτικής παραγωγής είναι η έναρξη εφαρμογής της οδηγίας βιομηχανικών εκπομπών το 2016 σε συνδυασμό με τη θέσπιση αυστηρότερων ορίων εκπομπών διοξειδίου του θείου, οξειδίων του αζώτου, μικροσωματιδίων, βαρέων μετάλλων και άλλων αερίων ρύπων το 2017. Οι αλλαγές αυτές επέβαλλαν ακριβές αναβαθμίσεις των λιγνιτικών μονάδων προκαλώντας περαιτέρω οικονομικές επιβαρύνσεις στη λιγνιτική βιομηχανία.
Η τρίτη κομβικής σημασίας παράμετρος ήταν η κατάργηση των επιδοτήσεων στη λιγνιτική βιομηχανία μέσω της συμμετοχής τους σε μηχανισμούς διασφάλισης επάρκειας ισχύος. Στον ευρωπαϊκό Κανονισμό για τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που οριστικοποιήθηκε στο τέλος του 2018, απαγορεύτηκε εξ ολοκλήρου η επιδότηση της λειτουργίας νέων λιγνιτικών μονάδων, ενώ η επιδότηση υφιστάμενων δεν μπορεί να συνεχιστεί μετά τον Ιούλιο του 2025. Η συγκεκριμένη απόφαση, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, έδωσαν τη χαριστική βολή σε κάθε προοπτική πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, η οποία επιχειρήθηκε δύο φορές μέσα στο 2019 με παταγώδη αποτυχία.
Παράλληλα, εδώ και πολλά χρόνια, οι ώριμες τεχνολογίες ΑΠΕ έχουν καταστεί φθηνότερες από τον λιγνίτη. Οι τιμές πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που «κλειδώνουν» στις δημοπρασίες νέων αιολικών και φωτοβολταϊκών είναι πλέον χαμηλότερες από 54€/ΜWh και 46 €/ΜWh αντίστοιχα
Καθώς ο ελληνικός λιγνίτης έχει -με διαφορά- τη χαμηλότερη θερμογόνο δύναμη στην Ευρώπη, είναι πιο ευάλωτος οικονομικά στις παραπάνω εξελίξεις, σε σύγκριση με τη λιγνιτική βιομηχανία άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γερμανία υπήρχαν ακόμα το 2019 ορισμένες λιγνιτικές μονάδες που ήταν οριακά κερδοφόρες
Με βάση τα παραπάνω και δεδομένης της περαιτέρω αυστηροποίησης της ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής, καθώς και της στροφής ολόκληρης της ευρωπαϊκής οικονομίας στις καθαρές μορφές ενέργειας όπως αυτή σηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία
Η απειλή της στροφής στο ορυκτό αέριο
Το βασικό ζητούμενο σε εθνικό επίπεδο είναι ο τρόπος με τον οποίο θα καλυφθεί το ενεργειακό κενό που θα αφήσει η ραγδαία απεξάρτηση από τον λιγνίτη. Εκτός από την αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ, το υφιστάμενο ΕΣΕΚ περιλαμβάνει και 2,1 GW νέων μονάδων ορυκτού αερίου. Σε σύγκριση μάλιστα με το προηγούμενο ΕΣΕΚ, το οποίο δεν προέβλεπε απολιγνιτοποίηση, το υφιστάμενο ΕΣΕΚ περιλαμβάνει αύξηση κατά 80% της ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτό αέριο το 2030. Η δε μελέτη επάρκειας ισχύος του ΑΔΜΗΕ που έγινε σε συνέχεια του ΕΣΕΚ προτείνει την κατασκευή τριών νέων μονάδων ορυκτού αερίου συνολικής ισχύος 2,3 GW ως το 2030. Ωστόσο ο σχεδιασμός αυτός είναι λανθασμένος για μια σειρά από λόγους.
Καταρχάς, η εξέλιξη του ενεργειακού μίγματος μέσα στο 2020 δείχνει ότι οι ΑΠΕ είναι ήδη σε θέση να απορροφήσουν τους «κραδασμούς» της απολιγνιτοποίησης. Όπως φαίνεται από τα επίσημα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ (Διάγραμμα 3), η μείωση κατά 50,6% της λιγνιτικής παραγωγής το πρώτο δεκάμηνο του 2020 αντισταθμίστηκε σε μεγαλύτερο ποσοστό από την αύξηση της παραγωγής ΑΠΕ (+18,6%) και πολύ λιγότερο από τη μείωση της ζήτησης (-6,2%), την αύξηση των καθαρών εισαγωγών (+5,8%) και ακόμα λιγότερο από την αύξηση του ορυκτού αερίου (+4%). Μάλιστα, το πρώτο δεκάμηνο του 2020 ΑΠΕ και μεγάλα υδροηλεκτρικά ξεπέρασαν την παραγωγή από μονάδες ορυκτού αερίου (14.676 GWh vs 14.663 GWh).
Ο πιο σημαντικός όμως λόγος που πρέπει να αποφευχθεί το «κλείδωμα» του ενεργειακού μέλλοντος της χώρας στο ορυκτό αέριο είναι ο νέος ευρωπαϊκός κλιματικός στόχος. Μελέτη του ΕΜΠ δείχνει πως για να καταφέρει η Ελλάδα να συμβαδίσει με τον νέο πανευρωπαϊκό στόχο μείωσης των εκπομπών κατά 55% το 2030 σε σχέση με το 1990, το μερίδιο των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας το 2030 θα πρέπει να κυμανθεί μεταξύ 83% και 88%
Επιπλέον, στερεύουν, η μία μετά την άλλη, οι πηγές χρηματοδότησης για το ορυκτό αέριο. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει οποιαδήποτε ενεργειακή υποδομή ορυκτών καυσίμων από το 2021 και μετέπειτα
Κάτω από αυτές τις συνθήκες καθίσταται σαφές πως τα σχέδια για νέες μονάδες ορυκτού αερίου πρέπει να εγκαταλειφθούν, το ΕΣΕΚ πρέπει να αναθεωρηθεί άμεσα και να θέσει αυξημένους στόχους διείσδυσης ΑΠΕ σε συνδυασμό με αντίστοιχη μείωση της ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτό αέριο.
Η μετάβαση για τις λιγνιτικές περιοχές
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση που προκύπτει από την απολιγνιτοποίηση είναι κοινωνικοοικονομική και αφορά στις δύο λιγνιτικές περιοχές της χώρας στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη. Για δεκαετίες οι πολίτες αυτών των περιοχών θυσίαζαν τους φυσικούς πόρους, την υγεία και την ποιότητα ζωής τους για να τροφοδοτούν με ηλεκτρική ενέργεια την Ελλάδα.
Η πρόκληση για αυτές τις περιοχές στην Ελλάδα είναι σαφώς μεγαλύτερη από άλλες αντίστοιχες περιφέρειες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Καταρχάς, λόγω της αδράνειας των κυβερνώντων όλα αυτά τα χρόνια που το μέλλον του λιγνίτη είχε πλέον προδιαγραφεί, οι λιγνιτικές μας περιοχές καλούνται, ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη στην ΕΕ να πραγματοποιήσουν τεράστιες αλλαγές στο παραγωγικό τους μοντέλο. Είναι πρακτικά αδύνατον κάτι τέτοιο να ολοκληρωθεί μέσα στα τρία μόλις χρόνια που απομένουν ως την οριστική απόσυρση όλων των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων.
Δεύτερον, το αφετηριακό σημείο για τις λιγνιτικές περιοχές της Ελλάδας είναι χειρότερο δεδομένης της υψηλής ανεργίας που ήδη τις μαστίζει. Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Eurostat η Δυτική Μακεδονία και η Πελοπόννησος κατατάσσονται πρώτη και έκτη αντίστοιχα, σε ανεργία και μακροχρόνια ανεργία ανάμεσα στις 96 περιφέρειες της ΕΕ-27 όπου είτε εξορύσσεται λιγνίτης ή λιθάνθρακας, είτε καίγεται σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, είτε και τα δύο (Διάγραμμα 4).
Επιπλέον, ο βαθμός εξάρτησης των τοπικών οικονομιών στις λιγνιτικές περιοχές της Ελλάδας από τη λιγνιτική δραστηριότητα είναι εξαιρετικά υψηλός, καθιστώντας έτσι τον μετασχηματισμό τους, ακόμα πιο δύσκολο. Σύμφωνα με σχετική μελέτη που εκπόνησε το ΙΟΒΕ, ο κλάδος της ενέργειας και της εξόρυξης συνεισέφερε κατά μέσο όρο την περίοδο 2008-2017 το 49% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) στην Κοζάνη, το 36% στη Φλώρινα και το 25% στην Αρκαδία
Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν είναι διόλου παράξενο ότι επικρατεί αναστάτωση και μεγάλη ανησυχία στις τοπικές κοινωνίες των λιγνιτικών περιοχών της χώρας. Πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης
Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας γίνεται φανερό ότι απαιτείται ένα πολυσυμμετοχικό σύστημα διακυβέρνησης στη φάση της υλοποίησης του σχεδίου μετάβασης και πολύ πιο εκτενής ενημέρωση και διαβούλευση με τους πολίτες των λιγνιτικών περιοχών. Επίσης, πέρα από τη σταθερή και απρόσκοπτη χρηματοδότηση και δεδομένου ότι η μετάβαση θα προχωρήσει σε βάθος χρόνου, κρίνεται ως απολύτως αναγκαία μια ευρεία συμφωνία ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα σε εθνικό και τοπικό επίπεδο γύρω από ζητήματα μετάβασης. Κάτι τέτοιο απέχει πολύ από τη σημερινή πραγματικότητα όπου τα κόμματα ακόμα διαπληκτίζονται για το παρελθόν, για την ορθότητα ή μη της απόφασης απολιγνιτοποίησης και για την παράταση λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων, την ίδια στιγμή που η λιγνιτική παραγωγή de facto καταρρέει.
Τέλος, για να πετύχει η μετάβαση, πρέπει απαραιτήτως να είναι πράσινη. Αυτή ακριβώς είναι η κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας που αποτελεί πλέον τη νέα αναπτυξιακή στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι όπως έχει δείξει η πρόσφατη ιστορία του λιγνίτη, η πολιτική βούληση στην ΕΕ πολύ γρήγορα μεταφράζεται σε νομοθεσία και στροφή των σχετικών χρηματοδοτήσεων. Θα είναι λοιπόν ολέθριο λάθος να επενδυθούν οι πεπερασμένοι πόροι που έχει η χώρα για τη μετάβαση των λιγνιτικών της περιοχών σε υποδομές ορυκτών καυσίμων και όχι σε υποδομές που θα είναι περιβαλλοντικά και οικονομικά βιώσιμες σε βάθος χρόνου.