Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στην Ελλάδα - «Σταυροδρόμι» για μια πολυπόθητη αλλαγή στάσης

ΑΡΘΡΟ

Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση (ΠΕ) στην Ελλάδα είναι ένα φιλόδοξο εγχείρημα, που όμως συναντά αρκετές δυσκολίες, μιας και συμπαρασύρεται από τα υπόλοιπα δομικά προβλήματα που ταλανίζουν την εκπαίδευση στη χώρα μας.

Σε συνάρτηση και με την πανδημία που τα τελευταία δύο χρόνια έχει αφήσει το στίγμα της σε όλους του τομείς της κοινωνικής ζωής, η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση έχει τεθεί μπροστά σε σημαντικές προκλήσεις, που ωστόσο χάρη στο μεράκι των εκπαιδευτικών αλλά και την ανταπόκριση των μαθητών, χαρίζει νότες αισιοδοξίας αναφορικά με την αλλαγή σε στάσεις και συμπεριφορές των παιδιών σε ότι αφορά την προστασία του πλανήτη.

 

Thess Climate Schools.jpg

Αυτός είναι και ο στόχος ουσιαστικά της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Δηλαδή η αλλαγή στάσης, συμπεριφοράς και αξιών των ανθρώπων απέναντι στο περιβάλλον και την κοινωνία. Τα τελευταία χρόνια η ΠΕ βαδίζει χέρι-χέρι με την εκπαίδευση για την αειφορία, η οποία δίνει περισσότερη έμφαση στην επίδραση της κοινωνικής ζωής στο περιβάλλον, δηλαδή στο αποτύπωμα που αφήνουν οι θεσμοί, η πολιτική, το οικονομικό μοντέλο, το πολιτιστικό παράδειγμα και γενικότερα όλες οι εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Στην Ελλάδα, η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα έχει στο επίκεντρο τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές. Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να δημιουργήσουν ομάδες μαθητών από ένα τμήμα ή και διατμηματικά και από εκεί και πέρα  να εκπονήσουν ένα πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης που συνήθως διαρκεί αρκετούς μήνες του σχολικού έτους. Δυνατότητα υλοποίησης τέτοιων προγραμμάτων από τους εκπαιδευτικούς υπάρχει από το νηπιαγωγείο μέχρι και το Λύκειο. Συνήθως στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση οι δράσεις των προγραμμάτων γίνονται σε χρόνους που τα παιδιά βρίσκονται στο σχολείο, ενώ στη δευτεροβάθμια γίνονται εκτός του ωρολόγιου προγράμματος.

Ο χαρακτήρας της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στα ελληνικά σχολεία είναι εθελοντικός, πράγμα που σημαίνει ότι η υλοποίηση τέτοιου είδους προγραμμάτων δεν είναι υποχρεωτική για τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές. Παράλληλα, πλέον δεν προσφέρονται ιδιαίτερα κίνητρα ώστε να δώσουν ένα έναυσμα στους δασκάλους να στραφούν στην υλοποίηση των προγραμμάτων αυτών, με αποτέλεσμα οι δράσεις που υλοποιούνται, να βασίζονται κυρίως στο προσωπικό «μεράκι» και έναν υψηλότερο βαθμό ευαισθητοποίησης για περιβαλλοντικά θέματα.

Από την πλευρά του υπουργείου Παιδείας, υποστηρικτικά στις δράσεις Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης δραστηριοποιούνται οι Υπεύθυνοι Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Ο ρόλος τους είναι κυρίως να επιμορφώσουν τους εκπαιδευτικούς στην υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων και παράλληλα να υποστηρίξουν τα σχολεία σε ότι δράσεις θέλουν να προγραμματίσουν σε αυτό το πλαίσιο.

Επιπλέον, σημαντικός είναι και ο ρόλος των Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (ΚΠΕ), που σε γενικές γραμμές υπάρχουν πλέον σε κάθε Περιφερειακή Ενότητα. Τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης είναι και αυτά επιφορτισμένα με την υποστήριξη των εκπαιδευτικών, ενώ παράλληλα διοργανώνουν σεμινάρια με περιβαλλοντικά θέματα για τους εκπαιδευτικούς αλλά και τους μαθητές και δέχονται επισκέψεις από τις σχολικές ομάδες που υλοποιούν προγράμματα ΠΕ, με στόχο την ανταλλαγή εμπειριών και γνώσης πάνω σε επιμέρους θέματα που τους απασχολούν, στο πλαίσιο των περιβαλλοντικών δραστηριοτήτων τους εντός σχολείου. Τα ΚΠΕ επίσης παράγουν και εκπαιδευτικό υλικό το οποίο προτείνουν στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιήσουν, ενώ οργανώνουν και κάποια δίκτυα σχολείων που υλοποιούν προγράμματα με παρόμοια θεματική, σχετική πάντα με κάποιο περιβαλλοντικό ζήτημα. Τέλος, τα ΚΠΕ παράγουν εκπαιδευτικό υλικό και συμμετέχουν ερευνητικά στην Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, συνεργαζόμενα με μεταπτυχιακά τμήματα που στρέφονται σε αυτό το πεδίο.

Έξω από το επίσημο εκπαιδευτικό πλαίσιο της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, με το συγκεκριμένο θέμα εμπλέκονται και φορείς της Κοινωνίας των Πολιτών, μέσω της παραγωγής εκπαιδευτικού υλικού και της υποστήριξης των σχολείων με επιμορφωτικές επισκέψεις και οργάνωση δικτύων.

Ένα από τα σημεία που χρίζουν βελτίωσης στη χώρα μας αναφορικά με την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, είναι η έλλειψη μίας κοινής βάσης δεδομένων όπου θα υπάρχουν συγκεντρωτικά ο αριθμός των σχολείων που υλοποιούν προγράμματα ΠΕ, καθώς και το είδος των δραστηριοτήτων που εστιάζουν. Η πρόσβαση σε αυτού του είδους την πληροφορία δεν είναι εύκολη, ωστόσο μια μικρή εικόνα σε τοπικό επίπεδο μπορούν να δώσουν οι Υπεύθυνοι Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης μετά το τέλος κάθε σχολικής χρονιάς. Όπως αναφέρει ο κ. Γιώργος Υφαντής από το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Ελευθερίου Κορδελιού και Βερτίσκου στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης , «από μία μικρή έρευνα με ερωτηματολόγιο στην οποία συμμετείχαν εκπαιδευτικοί των σχολείων της πόλης μας που είχαμε κάνει την περίοδο των Χριστουγέννων σχετικά με το πώς οι εκπαιδευτικοί επηρεάστηκαν από την πανδημία, μπορούμε να διακινδυνεύσουμε να πούμε ότι ένα 10-15% των μαθητών στη Θεσσαλονίκη ασχολούνται με κάποιο ζήτημα που άπτεται της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης» και συμπληρώνει πως «και στη διδακτέα ύλη προφανώς θίγονται θέματα που έχουν σχέση με το περιβάλλον και την υποβάθμιση της ποιότητας του πλανήτη».

Τα κυριότερα εμπόδια και δυσκολίες στην υλοποίηση προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης από τα σχολεία σύμφωνα με την κυρία Χρυσούλα Αθανασίου, υπεύθυνη του ΚΠΕ Ελευθερίου Κορδελιού και Βερτίσκου, «η δυσκολία εξεύρεσης χρόνου από τους εκπαιδευτικούς, ώστε να συναντηθούν με τους μαθητές που συμμετέχουν στα προγράμματα σε ώρες εκτός του σχολικού ωραρίου».

 «Ουσιαστικά δεν υπάρχει χρόνος μέσα στο σχολικό πρόγραμμα για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και οι εκπαιδευτικοί με τα παιδιά πρέπει να εφεύρουν χρονικά σημεία που θα συναντηθούν και θα κάνουν τέτοιες δραστηριότητες» τονίζει ο κ. Γιώργος Υφαντής.

Μιλώντας για τον αντίκτυπο που έχει η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στους δασκάλους αλλά και τα παιδιά που συμμετέχουν σε αυτήν, ο κ. Υφαντής υπογραμμίζει πως «οι άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί θέλουν να το ξανακάνουν, μένουν πιστοί γιατί υπάρχουν στοιχεία που δε μπορούν να βρουν σε άλλη μορφή διδασκαλίας. Η σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στους δασκάλους και τους μαθητές είναι διαφορετική, έχουν μια άλλη ελευθερία να αυτενεργήσουν, να κάνουν πράγματα που τους αρέσουν περισσότερο και να διοχετεύσουν τη δημιουργικότητα τους».

Με τη σειρά της η κυρία Χρυσούλα Αθανασίου συμπληρώνει πως «τα προγράμματα αυτά είναι επίσης χώρος για να ξεδιπλώσουν οι μαθητές και τις άλλες τους δεξιότητες, πέρα από τα μαθήματα, τις οποίες με τον τρόπο αυτό ανακαλύπτουν για αυτούς οι εκπαιδευτικοί».

Για όλους αυτούς τους λόγους, πλέον έχει ανοίξει η συζήτηση για το αν η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στην Ελλάδα πρέπει να γίνει μάθημα για το οποίο θα παραμένει υποχρεωτικά ο σχολικός πληθυσμός ή αν θα παραμείνει όλη αυτή δράση σε εθελοντική βάση. Οι εμπειρίες που αποκομίζουν οι μαθητές, είναι καθοριστικές για την αλλαγή στάσης απέναντι στο περιβάλλον. Και φυσικά η πολυπόθητη αλλαγή στάσης δε μένει μόνο μέσα στο σχολικό περιβάλλον, αλλά μεταφέρεται ως παράδειγμα στο σπίτι, αλλά και την ευρύτερη κοινωνική ζωή.