Υγεία πάνω απ’ όλα; Τα διακυβεύματα αυτής και της επόμενης μέρας που θα αργήσει

ΑΡΘΡΟ

Η κρίση ενισχύει ήδη υπάρχουσες τάσεις ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας.
Ως συνταγματολόγος, και γενικότερα ως κοινωνική επιστήμονας, βρίσκομαι σε μία «επιστημολογική απορία», υπό την έννοια της έλλειψης «πόρων», γνώσης και εμπειρίας, απέναντι στο πρωτόγνωρο, για τις εν ζωή γενεές, φαινόμενο μίας πανδημίας στη χώρα μας και στον (δυτικό τουλάχιστον) κόσμο. Η «απορία» αυτή οφείλεται, σε ό,τι αφορά την κανονιστική επιστήμη του δικαίου και στην έλλειψη ρητών και συγκεκριμένων κανόνων δικαίου ή προηγούμενης νομολογίας των Δικαστηρίων που να αντιμετωπίζει συγκεκριμένα (ad hoc) ένα φαινόμενο σαν το σημερινό. Τα περισσότερα Συντάγματα, για παράδειγμα, –και πάντως το ελληνικό– δεν προβλέπουν ειδικές ρυθμίσεις για τη σπάνια αυτή περίσταση.

 

Statues library

Η «απορία» αυτή προκαλεί αμηχανία, ενίοτε και σε μεγάλο βαθμό και «υποταγή» –εν μέρει δικαιολογημένη– στα κελεύσματα της ιατρικής επιστήμης, και δη της επιδημιολογίας. Μήπως, λοιπόν, το δίκαιο υποχώρησε στην κρίσιμη αυτή στιγμή; Μήπως η τεχνική της εξουσίας και της λήψης πολιτικών αποφάσεων επιβάλλεται υπό τις συνθήκες αυτές να περάσει στα χέρια, μήπως έχει ήδη περάσει στα χέρια, των κατεξοχήν ειδικών, των επιδημιολόγων, και κείται πέραν του πολιτικού και δικαιικού ελέγχου; Μήπως το δίκαιο έχει «αναχωρήσει» (βλ. Καμτσίδου, Η πανδημία και η αναχώρηση του δικαίου, 5/4/2020) ή μήπως βρισκόμαστε σε μία «συντακτική στιγμή» την οποία δημιουργεί η έκτακτη ανάγκη (βλ. Βενιζέλος, «Πανδημία, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Δημοκρατία», 4.4.2020), η οποία εξ ορισμού κείται επέκεινα του δικαίου και άρα μόνον πολιτειολογικά μπορούμε να την αναλύσουμε;

Οπωσδήποτε η πολιτειολογική ανάλυση αποβαίνει ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα. Αυτή έχει να κάνει περισσότερο με την ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων. Μελετάει αυτό που «είναι» (Sein) και διαφοροποιείται από την «κανονιστική», που εστιάζει στο πώς τα πράγματα πρέπει να είναι (Sollen) με βάση το δίκαιο. Σε εμπειρικό, πολιτειολογικό επίπεδο, λοιπόν, έχει σημασία να δούμε τη δυναμική επιστροφή του κράτους στην αντιμετώπιση της COVID-19 αλλά και να αναρωτηθούμε για την περαιτέρω πορεία της παγκοσμιοποίησης και το τι κατεύθυνση και χαρακτηριστικά θα λάβει αυτή μετά την πανδημία και ενόψει της πιθανής εμφάνισης και άλλων ιών στο μέλλον. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε και πόσο η διασύνδεση (interconnectedness) μεταξύ όλων των «γειτονιών» του κόσμου επέτρεψε τη γρήγορη διασπορά του νέου ιού SARS-COV-2. Ίσως, για παράδειγμα, ως αποτέλεσμα αυτού να μειωθεί ο όγκος των μεταφερόμενων προϊόντων και να γίνει πιο ελκυστικό το τοπικό προϊόν, έστω και αν αυτό αποβεί σε βάρος της διαθέσιμης καταναλωτικά ποικιλίας. Βλέπουμε, λοιπόν, δύο τάσεις: η πρώτη, ήδη διαφαινόμενη στην υγειονομική κρίση, η ενίσχυση του ρόλου του κράτους, που αναλαμβάνει πάλι έναν πιο δυναμικό ρόλο. Η πορεία αυτή της αμφισβήτησης της παντοδυναμίας των αγορών ξεκίνησε ήδη με αφορμή την οικονομική κρίση του 2008 και την κρίση χρέους που εμείς αισθανθήκαμε από το 2009. Και εδώ η πανδημία φαίνεται να οξύνει φαινόμενα, να αποκαλύπτει ελλείψεις και να επιταχύνει εξελίξεις. Το κράτος αναγκάζεται, έχοντας πια ένα πάνδημο αίτημα και άρα την αναγκαία πολιτική νομιμοποίηση, να παράσχει και πάλι όχι μόνον ένα δίχτυ ασφαλείας, αλλά και στήριξη σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους, ακόμη και αγαθά, εφόσον διαπιστωθούν κενά στην παραγωγή και αυξημένη ζήτηση αναγκαίων (Παγουλάτος) για την αντιμετώπιση της πανδημίας και φυσικά στην παροχή υπηρεσιών υγείας. Η δεύτερη τάση ως αλλαγή στην πολιτική οικονομία είναι πολύ νωρίς να επιβεβαιωθεί, μπορεί να παραμείνει απλώς μία σύντομη παρένθεση στη συνεχή εντατικοποίηση της παγκοσμιοποίησης, και σίγουρα μία τέτοια πρόβλεψη υπερβαίνει τη δυνατότητα πρόβλεψης αυτής της παρέμβασης.

Παράλληλα, είναι αναμφισβήτητο ότι τα μέτρα που λήφθηκαν από τα κράτη επηρεάζονταν καθοριστικά από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ότι έμοιαζαν –σε αδρές τουλάχιστον γραμμές– μεταξύ τους. Άρα, τα κράτη ναι μεν ανέλαβαν το βάρος της διαχειριστικής ευθύνης, αλλά παγκοσμίως στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών οι πολιτικές αποφάσεις επηρεάστηκαν καθοριστικά από παγκόσμια ιατρικά και επιδημιολογικά συμπεράσματα. Στο παράδειγμα αυτό πολυεπίπεδης διακυβέρνησης εντάσσονται κατεξοχήν τα ομοσπονδιακά κράτη (όπως η Γερμανία), αλλά και ενιαία κράτη, όπου είδαμε –στην Ελλάδα για παράδειγμα– να αναλαμβάνουν  δράση οι δήμοι κλείνοντας ή όχι τα πάρκα τους, περιφέρειες να στρέφονται κατά του κεντρικού κράτους για τη λήψη μέτρων.

Πέραν του σαφώς μεγάλου ενδιαφέροντος που έχει η πολιτειολογική ανάλυση, ωστόσο, η υπόθεση εργασίας που κάναμε παραπάνω, ότι δηλαδή η πολιτική και το δίκαιο υποχώρησαν και ότι κανονιστικά δεν έχει να πει κανείς και πολλά πράγματα δεν επιβεβαιώνεται ούτε κανονιστικά ούτε εμπειρικά. Η πολιτική εξουσία (οι δημοκρατικά νομιμοποιημένες Κυβερνήσεις και τα Κοινοβούλια) συνεχίζουν να έχουν τη δυνατότητα επιλογής, η οποία περιορίζεται από το «πραγματικό», από τις συγκεκριμένες υγειονομικές συνθήκες. Πράγματι, σήμερα αυτό που ονομάζεται «κανονιστική δύναμη του πραγματικού» («die normative Kraft des Faktischen» κατά τον Georg Jellinek), δηλαδή η δύναμη των πραγματικών δεδομένων να επιβάλλουν δίκαιο ή μία ερμηνεία του, έχει οξυνθεί, όπως και σε όλες τις κρίσιμες περιστάσεις. Παρόλ’ αυτά, είναι οι Κυβερνήσεις που, λαμβάνοντας σίγουρα υπόψη τις απόψεις και τη γνώση των ειδικών, αποφασίζουν το μίγμα των λαμβανομένων μέτρων, και άρα είναι αυτές που διατηρούν την πολιτική ευθύνη, που χρεώνονται τα λάθη και πιστώνονται τις επιτυχίες. Το ίδιο, εξάλλου, συμβαίνει και σε περιόδους «κανονικότητας». Οι ειδικοί προειδοποιούν για την κλιματική αλλαγή, για τους κινδύνους από τα μεταλλαγμένα, από τη ρύπανση και τη μόλυνση της ατμόσφαιρας και των θαλασσών, την αποψίλωση των δασών, συνθήκες που επίσης έχουν πολλές και επιβλαβείς για την υγεία συνέπειες. Το ποια όμως μέτρα θα ληφθούν και ποιες πρωτοβουλίες θα αναληφθούν ανάγεται εντέλει σε πολιτικές αποφάσεις. Η πανδημική κρίση (όπως ίσως και η δημοσιονομική μία δεκαετία νωρίτερα) οξύνει μάλλον, παρά παράγει το πρώτον, την υπεραξία της τεχνικής, ειδικής γνώσης.

Κατ΄αντιστοιχία, και εφόσον οι αποφάσεις παραμένουν πολιτικές, και καθώς κάθε πολιτική εξουσία στο σύγχρονο συνταγματικό κράτος ελέγχεται με δικαιϊκά, συνταγματικά, κριτήρια, το δίκαιο δεν αποχωρεί από τη σκηνή. Οι θεμελιώδεις αξίες του συνταγματικού κράτους, η ατομική σε άμεση σύνδεση και συνάρθρωση με τη συλλογική αυτονομία, ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία, παραμένουν οδοδείκτες.

Και μάλιστα, η Ελλάδα δεν αξιοποίησε καν δύο νομικές δυνατότητες που παρέχει το θετό δίκαιο. Δεν κήρυξε κατάσταση πολιορκίας, που προβλέπεται  για την «περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος», κατά το άρθρο 48 Συντ., και η οποία θα επέτρεπε την αναστολή κάποιων ελευθεριών, μεταξύ άλλων και του δικαιώματος του άρθρου 5 παρ. 4 Συντ (απαγόρευση επιβολής ατομικών διοικητικών μέτρων σχετικά με την ελευθερία κίνησης) για ένα διάστημα το πολύ 15 ημερών. Ούτε καν ζήτησε, σε αντίθεση με άλλες χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης, την ενεργοποίηση του άρθρου 15 ΕΣΔΑ, που επιτρέπει παρέκκλιση από τα δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) σε περιστάσεις έκτακτης ανάγκης.

Αν κάτι ακόμη οξύνεται σε καταστάσεις κρίσεις είναι η ενίσχυση της εκτελεστικής έναντι της νομοθετικής εξουσίας. Ένα φαινόμενο που μας είναι γνωστό και σε εποχές κανονικότητας, ιδίως σε κοινοβουλευτικά συστήματα, όπως το ελληνικό, όπου η πολιτική συμφωνία κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και Κυβέρνησης -την οποία η πρώτη στηρίζει, ειδάλλως η τελευταία θα απαλλασσόταν από τα καθήκοντά της- σημαίνει ότι η Βουλή υπερψηφίζει -σχεδόν πάντα- τα νομοσχέδια που προτείνει -σχεδόν πάντα- η Κυβέρνηση. Σε ενωσιακό δε επίπεδο, τη μεν νομοθετική πρωτοβουλία έχει αποκλειστικά η Επιτροπή, προτείνει δηλαδή τους ευρωπαϊκούς «νόμους» (Κανονισμούς, Οδηγίες), η δε νομοθετική λειτουργία συνασκείται όχι μόνον από ένα άμεσα εκλεγμένο όργανο κοινοβουλευτικής φύσης (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) αλλά και από ένα εκτελεστικής φύσης (Συμβούλιο), εφόσον συγκροτείται από τους υπουργούς των κρατών μελών. Το φαινόμενο αυτό οξύνθηκε ακόμη περισσότερο κατά την πανδημική κρίση σε βαθμό που όλοι οι νόμοι έλαβαν τη μορφή των «Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου» (ΠΝΠ), που εκδίδονται, κατά το άρθρο 44 παρ 1 Συντάγματος, σε «έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης» από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, δηλαδή δύο οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας. Η πρακτική αυτή δεν διαφέρει κατ’ ουσίαν από την ακολουθούμενη σε άλλα κράτη της Ευρώπης, τη γνωστή και ως «διακυβέρνηση μέσω διαταγμάτων» (“Rule by decree”). Εξ ού και προκάλεσε την κριτική κάποιων συνταγματολόγων (βλ. ενδεικτικά Καϊδατζής, Το πρόβλημα είναι η δημοκρατία, όχι τα δικαιώματα, ΕφΣυν 27.03.2020). Ωστόσο, οι ΠΝΠ κυρώνονται εκ των υστέρων από τη Βουλή (και μάλιστα αυτό γινόταν σε σύντομο χρονικό διάστημα για τις ΠΝΠ της περιόδου της πανδημίας), οπότε και γίνεται η σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση και έλεγχος από την αντιπολίτευση, που πάντως, όπως ήδη επισημάνθηκε έχει, έτσι κι αλλιώς, πολύ περιορισμένες αν όχι μηδενικές δυνατότητες να βάλει βέτο σε κάποια ρύθμιση.

Ο περιορισμός της ελευθερίας μετακίνησης
Στο πεδίο της προσωπικής αυτονομίας, το μεγαλύτερο πλήγμα δέχθηκε η εν στενή εννοία προσωπική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 3 Συντ), στην έκφανσή της ως ελευθερίας της κίνησης, καθώς και η επιχειρηματική ελευθερία, προς όφελος της υγείας και ζωής του κάθε πολίτη αφενός και της δημόσιας υγείας, στην έκφανσή της και ως απρόσκοπτης λειτουργίας των νοσοκομείων, αφετέρου. Κατά το άρθρο 5 παρ. 3 Συντ η φυσική ελευθερία κίνησης δεν μπορεί να περιοριστεί «παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος». Στην προκειμένη περίπτωση νόμος (με την ουσιαστική του έννοια, ως γενική και αφηρημένη ρύθμιση) ήταν η ΠΝΠ της 20-03-2020 (ΦΕΚ Α' 68), στο άρθρο 68 της οποίας προβλεπόταν μία σειρά περιοριστικών μέτρων που θα μπορούσαν να ληφθούν από όργανα της διοίκησης μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι της COVID-19 «για επιτακτικούς λόγους αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας που συνίστανται στη μείωση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού…». Μεταξύ των μέτρων αυτών ήταν: η προσωρινή απαγόρευση εισόδου στην Ελληνική Επικράτεια υπηκόων τρίτων κρατών (μη νοουμένων ως τέτοιων των πολιτών κρατών μελών της ΕΕ και της ζώνης του Σένγκεν) (παρ. 1), η απαγόρευση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, στις οποίες συμμετέχει ένας ελάχιστος αριθμός ατόμων και επιβολή διοικητικών προστίμων σε περίπτωση παραβίασης της εν λόγω απαγόρευσης (παρ 2), καθώς και «περιορισμοί ή απαγόρευση της κυκλοφορίας των πολιτών εν όλω ή εν μέρει στην Επικράτεια» (παρ. 3). Από την τελευταία αυτή απαγόρευση εξαιρούνταν «μετακινήσεις των πολιτών για την εξυπηρέτηση ζωτικών, προσωπικών ή επαγγελματικών, αναγκών τους που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με άλλον τρόπο». Και όλα αυτά με εξουσιοδοτήσεις σε όργανα της διοίκησης, και συγκεκριμένα των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Υγείας και Εσωτερικών (παρ. 1 και 3) και του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (παρ. 2), γεγονός που θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι δεν συνάδει με την άμεση ανάγκη την οποία καλείται να υπηρετήσει η ίδια η ΠΝΠ. Οι περιορισμοί μετακίνησης εξειδικεύτηκαν έτι περαιτέρω μέσα από ένα σύστημα δηλώσεων (ηλεκτρονικής μέσω sms σε έναν κρατικό αριθμό ή χειρόγραφης που ο ιδιώτης έπρεπε να φέρει μαζί του ή βεβαίωσης από τον εργοδότη ή τον ίδιο εφόσον επρόκειτο για ελεύθερο επαγγελματία).

Κατά το Σύνταγμα κάθε περιορισμός σε ένα δικαίωμα για να είναι νόμιμος πρέπει να επιβάλλεται με νόμο (εδώ τέτοιος ήταν η ΠΝΠ), να υπηρετεί έναν θεμιτό σκοπό και να μην υπερβαίνει τους λεγόμενους «περιορισμούς των περιορισμών», ιδίως να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και να μην προσβάλλει τον πυρήνα του δικαιώματος. Στη συγκεκριμένη περίσταση είναι αυτονόητο ότι τα μέτρα υπηρετούσαν συνταγματικά όχι απλώς θεμιτούς αλλά επιτακτικούς κατά το Σύνταγμα σκοπούς (κατά τα άρθρα 5 παρ. 2, 21 παρ. 3 εδ. α’ και 25 παρ. 1 Συντ): την προστασία της υγείας και ζωής των ανθρώπων και τη διατήρηση χαμηλής θνησιμότητας λόγω της COVID-19, μέσω της μείωσης διασποράς του ιού SARS-COV-2 και της περιφρούρησης της λειτουργικότητας του συστήματος υγείας και την αποτροπή της ανάγκης επιλογής μεταξύ ασθενών που χρειάζεται να εισαχθούν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Η προσέγγιση αυτή συνδέεται άρρηκτα με την περίφημη αρχή της βλάβης (harm principle) που εισήγαγε ο John Stuart Mill στη βίβλο του φιλελευθερισμού On Liberty (1859), σύμφωνα με την οποία κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει, εφόσον και καθόσον οι πράξεις του δε βλάπτουν άλλους ανθρώπους. Αν το τελευταίο συμβαίνει, τότε η κοινωνία μπορεί να παρεμποδίσει τις πράξεις αυτές.

Ωστόσο, το πόσο, μέχρι ποιο σημείο μπορεί να περιοριστεί η ελευθερία κρίνεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας, που σημαίνει ότι κάθε περιοριστικό της ελευθερίας μέτρο πρέπει να είναι κατάλληλο για την επιτέλεση του σκοπού που υπηρετεί αλλά και αναγκαίο, υπό την έννοια του να μην υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, να μην είναι προφανές ότι ο ίδιος σκοπός θα μπορούσε εξίσου καλά να επιτευχθεί με ηπιότερα μέτρα, δηλαδή με μικρότερους περιορισμούς, και εν τέλει να μην υπερακοντίζει τον σκοπό αυτό, να μην προκαλεί περισσότερη βλάβη από εκείνη που προσπαθεί να αποτρέψει. Τα κλασικά εργαλεία στάθμισης και αναλογικότητας λαμβάνουν υπόψη τους τον υπηρετούμενο δημόσιο σκοπό, ο οποίος αποφασίζεται, όπως προαναφέρθηκε από τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη εξουσία και εδώ η απόφαση ήταν προφανώς να μην επιβαρυνθεί την ίδια στιγμή και υπερβολικά το σύστημα υγείας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες για εντατική θεραπεία ασθενών COVID-19. Όσο για την εν στενή εννοία αναλογικότητα (το τρίτο στάδιο του ελέγχου με βάση την αρχή αυτή) αυτή σπανίως επιτρέπεται βέβαια να κριθεί από ένα δικαστήριο, λόγω της δημοκρατικής νομιμοποίησης που η Κυβέρνηση διαθέτει στο να κάνει, όπως ήδη επισημάνθηκε, την επιλογή μεταξύ αφενός της θνησιμότητας και αφετέρου της ελευθερίας αλλά και του ύψους της επερχόμενης λόγω της αναστολής των περισσότερων οικονομικών δραστηριοτήτων οικονομικής ύφεσης. Αν και στην πραγματικότητα, φαίνεται πως η τελευταία μπορεί να ανακοπεί μερικώς, ιδίως για χώρες όπως η Ελλάδα που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, λόγω ακριβώς της συγκράτησης του αριθμού των θυμάτων της πανδημίας και της καλής τους, λόγω αυτού, φήμης.

Έτσι, στην Ελλάδα επιλέχθηκε ένα έντονο μέτρο εγκλεισμού που ανέτρεψε στην ουσία τη σχέση ελευθερίας, που (πρέπει να) είναι ο κανόνας σε ένα φιλελεύθερο συνταγματικό κράτος, και περιορισμού, που πρέπει να είναι η εξαίρεση. Η ελεύθερη κίνηση, κατ’ αυτή τη φάση της πανδημίας (22/03-04/05), επιτράπηκε για περιοριστικά αναφερόμενους λόγους. Η αποστολή τηλεφωνικών μηνυμάτων (sms) σε έναν ειδικά δημιουργηθέντα για τον σκοπό αυτό κρατικό αριθμό, ο οποίος δεν τα αποθήκευε, αλλά απλώς απαντούσε αυτοματοποιημένα ή μία χειρόγραφη δήλωση αποτέλεσαν τη διαδικαστική προϋπόθεση για την έξοδο, ως ένα είδος αυτοελέγχου (Πιερρακάκης, Υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης). Κατά περίεργο λόγο, δεν απαγορεύτηκε μία μετακίνηση προς ένα σημείο με συνθήκες πολυκοσμίας, όπως θα ήταν απολύτως αναγκαίο για την αποτροπή της διάδοσης του ιού, αλλά υπό τη μοναδική και αμφίβολης αποτελεσματικότητας προϋπόθεση της δήλωσης, η οποία δεν ήταν και δυνατόν να ελεγχθεί για την ειλικρίνειά της. Το μέτρο αυτό επιβλήθηκε μετά το κλείσιμο των σχολείων, χώρων εστίασης κλπ, οπότε είναι δύσκολο να μετρηθεί και η πραγματική του επίδραση στην ανάσχεση της διάδοσης του ιού.

Το γεγονός ότι η μετακίνηση προβλέφθηκε για αποκλειστικά απαριθμούμενους λόγους κατακρίθηκε ως αντισυνταγματικό, ενόψει της αντιστροφής της σχέσης μεταξύ περιορισμού που κατέστη ο κανόνας και ελευθερίας που μετατράπηκε σε εξαίρεση (Καμτσίδου, Η πανδημία και η αναχώρηση του δικαίου). Αντιστράφηκε συνεπώς το τεκμήριο υπέρ της ελευθερίας, η οποία (πρέπει να) είναι ο κανόνας στο φιλελεύθερο συνταγματικό κράτος ενώ ο περιορισμός να παραμένει η εξαίρεση. Ο περιορισμός αυτός φαίνεται να είναι ένας από τους αυστηρότερους από όσους επιβλήθηκαν στις ευρωπαϊκές χώρες, αν όχι ο αυστηρότερος. Αποτέλεσε ίσως και έναν από τους λόγους που η Ελλάδα εμφάνισε μία από τις μικρότερες διασπορές του ιού πανευρωπαϊκά, ακόμη και συγκρινόμενη με χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που φαίνεται γενικά να επλήγησαν από την πανδημία λιγότερο από ό,τι εκείνες της δυτικής (με 16 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκων όπως και η Βουλγαρία, κάτω από τη Σερβία (26), την Κροατία (23) και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (41) και πάνω από το Μαυροβούνιο (14), την Αλβανία (11) και την Κύπρο (14) [πηγή: worldometres, 19/05/2020].

Παρότι δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς την καταλληλότητα για τη μείωση διασποράς του ιού, η κρίση για την αναγκαιότητα του μέτρου είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς συναρτάται με την επιστημονική γνώση επιδημιολογικών δεδομένων (ταχύτητα και τρόποι μετάδοσης, επιβίωση του ιού εκτός ανθρώπινου σώματος κλπ), μίας σειράς δηλαδή δεδομένων που οι νομικοί δεν διαθέτουν (τόσο οι προς το παρόν θεωρητικοί ερμηνευτές του νόμου όσο και οι δικαστές που μπορεί να κληθούν να κρίνουν σχετικές προσφυγές κατά επιβληθέντων προστίμων). Έτσι, για παράδειγμα, πώς μπορεί να κρίνει ένας νομικός αν πράγματι, για παράδειγμα, όπως έδειξε έρευνα στις ΗΠΑ, η φυσική αποστασιοποίηση ή ο εγκλεισμός μπορούν, αν εφαρμοστούν εγκαίρως, να σώσουν δεκάδες χιλιάδες ζωές, έτσι ώστε να θεωρηθούν αναγκαία για την προστασία της ζωής μέτρα; Ή, να αποφασίσει εκείνος, ο δικαστής, για το αν στη δραματική σύγκρουση μεταξύ ελευθερίας και υγείας/ζωής πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο ένα ή στο άλλο θεμελιώδες δικαίωμα και αγαθό; Η απόφαση αυτή λαμβάνεται εκ των πραγμάτων από τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη Κυβέρνηση.

Αυτό που ίσως μπορεί να αμφισβητηθεί είναι η καταλληλότητα της δήλωσης (μέσω sms ή χειρόγραφης), καθώς η δήλωση αυτή ούτε να ελεγχθεί μπορούσε (εφόσον τα αστυνομικά όργανα έπρεπε να κρατούν την επιβεβλημένη απόσταση) ούτε να επιβεβαιωθεί, επέτρεπε αντίθετα, αν δεν ωθούσε, σε μία κατάχρηση, μερικές φορές, είτε εκ μέρους των ιδιωτών είτε των ελεγκτικών οργάνων. Έτσι, δεν έλειψαν μεμονωμένες δικαστικές αμφισβητήσεις προστίμων λόγω μετακίνησης μη προβλεπόμενης στους περιοριστικούς λόγους, ενίοτε και με κατάχρηση της εξουσίας των ελεγκτικών οργάνων, καθώς είχαν τηρηθεί οι ουσιαστικοί όροι της αποφυγής πολυκοσμίας, όχι όμως οι τυπικοί-διαδικαστικοί που αναφέρθηκαν παραπάνω. Επιπλέον, η αποκλειστική απαρίθμηση στην επιτρεπόμενη μετακίνηση ήταν πέραν το δέον πατερναλιστική, καθώς στηριζόταν σε πολύ συγκεκριμένες ανάγκες παραγνωρίζοντας άλλες (π.χ. τη συναισθηματική ανάγκη δύο ανθρώπων που δεν συζούσαν να βρεθούν). Στο ίδιο ασφυκτικό πλαίσιο οι λατρευτικοί χώροι παρέμειναν κλειστοί και δεν επετράπη η είσοδος σε αυτούς ούτε με την τήρηση μέτρων, όπως για παράδειγμα σε καταστήματα τροφίμων ή εταιρειών παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Η ανάγκη έτσι του ενός ανθρώπου να έχει επικοινωνία μέσω ίντερνετ κρίθηκε κεντρικά, από το κράτος, ως πιο σημαντική από την ανάγκη ενός άλλου ανθρώπου να επικοινωνήσει με τον Θεό μέσα στον οίκο του τελευταίου, αν αυτό είχε ανάγκη, κατά το υποκειμενικό του βίωμα, τηρώντας σε αμφότερες τις περιπτώσεις τα απαραίτητα μέτρα.

Nομιμότητα και νομιμοποίηση των μέτρων
Το επιχείρημα υπέρ του δικαστικού αυτοπεριορισμού (judicial deference) υπέρ της δημοκρατικά νομιμοποιημένης Κυβέρνησης ενισχύεται περαιτέρω και από το γεγονός ότι τα μέτρα εγκλεισμού (lockdown) έγιναν ευμενώς δεκτά από την πλειονότητα του πληθυσμού. Απολάμβαναν δηλαδή νομιμοποίησης, από άποψη ουσίας, και μαζί με αυτά ενισχύθηκε και η δημοφιλία της Κυβέρνησης, όπως καταγράφηκε σε δύο πρόσφατες δημοσκοπήσεις στις αρχές και στα τέλη του Απριλίου 2020. Τα υψηλά αυτά ποσοστά αποδεικνύουν ότι η –πολιτική εντέλει- στάθμιση που έκανε η Κυβέρνηση υπέρ της υγείας/ζωής και σε βάρος της ελευθερίας απηχούσε τις προτιμήσεις και των πολιτών. Έτσι, παρότι υπήρξαν πράγματι μοντέλα λιγότερο πατερναλιστικά που σεβάστηκαν περισσότερο από ό,τι το ελληνικό τις ελευθερίες του ατόμου, είναι δύσκολο για κάποιον να μπει στη στάθμιση μεταξύ υγείας/ζωής και ελευθερίας με τρόπο αντικειμενικό· κουβαλάει δηλαδή πάντοτε στην κρίση αυτή τα προσωπικά του βιώματα και τους φόβους.

Η ουσιαστική αυτή νομιμοποίηση βέβαια δεν συνεπάγεται και την άρση των όποιων αμφισβητήσεων της νομιμότητάς τους, ενόψει των ενστάσεων που αναφέρθηκαν. Ωστόσο, επηρεάζει στην ουσία, άρρητα έστω, αφενός επειδή δεν υπήρξαν ευρείες και μαζικές αντιδράσεις κατά των μέτρων, είτε κινηματικά είτε δικαστικά, και αφετέρου επειδή το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» επηρεάζει συχνά, και σιωπηρά έστω, τις δικανικές κρίσεις. Ωστόσο, το αίσθημα αυτό όταν αποτυπώνεται ωμά και χωρίς νομική αιτιολόγηση σε μία δικαστική απόφαση υποσκάπτει το κράτος δικαίου, μας προειδοποιεί ο Καθηγητής κ Σταμάτης (Βλ. κριτικά Κ. Σταμάτης, «Κοινό περί δικαίου αίσθημα»; Ανασκευή και εποικοδομητική αντιπρόταση, 14.12.2019). Σε περίπτωση που κάποια θέματα έχουν ήδη αρθεί ενώπιον του δικαστρίου, το άτομο που αποφασίζει θα πρέπει υπερβαίνοντας –κατά το δυνατόν- τόσο τα προσωπικά του βιώματα όσο και το κοινό περί δικαίου αίσθημα να αποφασίσει αποστασιοποιημένα αν, σε ορισμένες και μεμονωμένες έστω περιπτώσεις υπήρξαν καταχρήσεις είτε στον ίδιο τον νόμο είτε στην εφαρμογή του. Ιδίως σε περιπτώσεις όπου δόθηκε έμφαση και επιβλήθηκε πρόστιμο στον τύπο της δήλωσης (ανυπαρξία ή μη υπαγωγή στις αποκλειστικά απαριθμούμενες εξαιρέσεις) και όχι στην ουσία της μετακίνησης αυτής καθεαυτήν που δεν έθετε σε κίνδυνο κανέναν (πχ μπάνιο σε ερημική παραλία).

Η ενίσχυση των ψηφιακών εγγραφών
Στο σύντομο χρονικό διάστημα που ήδη πέρασε η Ελλάδα ως κράτος αλλά και ως κοινωνία, ο διοικητικός μηχανισμός, οι Δήμοι, οι εταιρείες ηλεκτρισμού, οι τράπεζες, τα πανεπιστήμια τα σχολεία, και ο κάθε κάτοικός της εκσυγχρονίστηκαν ψηφιακά με γοργούς ρυθμούς. Επιτεύχθηκε έτσι μία ψηφιοποίηση υπηρεσιών και λειτουργιών που ήταν ζητούμενο και είχε εκκινήσει από την αρχή της προηγούμενης δεκαετίας, είχε εγκαταλειφθεί και πραγματοποιήθηκε μέσα σε ένα δίμηνο με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Αυτό είναι οπωσδήποτε μία θετική εξέλιξη που θα είχε αργήσει για πολλά ακόμη χρόνια χωρίς τον επιταχυντή του εγκλεισμού.

Ταυτόχρονα βέβαια επιταχύνθηκε και ενισχύθηκε ο αποκαλούμενος «καπιταλισμός της επιτήρησης» (βλ. Shoshana Zuboff, The Age of Surveillance Capitalism, 2019). Λόγω της πανδημίας η ανεκτικότητά μας στην καταγραφή και των πιο ιδιωτικών μας στιγμών, για παράδειγμα με ποιον ή ποιους βρεθήκαμε, αρχίζει να γίνεται ανεκτή με σκοπό την υγειονομική μας ασφάλεια. Το γνωστό δίπολο «ασφάλεια κ. ελευθερίας» γίνεται τόσο δραματικό που όχι μόνον ολοένα και περισσότερες Κυβερνήσεις προβαίνουν σε ψηφιακή ταυτοποίηση των κινήσεών μας, αλλά και ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι είναι ευτυχείς να χρησιμοποιήσουν εφαρμογές ιχνηλάτησης του κορωνοϊού, προκειμένου να είναι ασφαλείς, να μπορούν να κινηθούν, να ταξιδέψουν. Είναι αδύνατο να μπει πάλι το τζίνι της διάχυσης της ψηφιακής μας παρουσίας στο λυχνάρι. Εξάλλου, ήδη με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (facebook, Instagram, twitter κλπ) εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο επέλεγαν να εκθέτουν προσωπικές στιγμές σε αυτοδιαχειριζόμενους λογαριασμούς. Είναι ίσως οξύμωρο πλέον να μιλούμε για ιδιωτικότητα και προστασία προσωπικών δεδομένων, όταν αυτά κυκλοφορούν ελεύθερα στα σύννεφα (clouds) και ελάχιστα ελέγχουμε (ίσως στις πιο ανώδυνες εκδοχές της) τη διάχυση και γνωστοποίησή τους.

Ευρώπη: η επόμενη μέρα
Είναι γνωστό ότι η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει γνωρίσει πολλά σκαμπανεβάσματα και πολλές κρίσεις. Η τρέχουσα περίοδος είναι μία ακόμη τέτοια κρίση με πρόσφατο το Brexit, σε έξαρση την κρίση του κράτους δικαίου στην Πολωνία και ιδίως στην Ουγγαρία και πλέον και με την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19. Όπως κάθε κρίση βέβαια έτσι και αυτή μπορεί να υποσκάψει την πορεία της Ένωσης ή αντίθετα να αποτελέσει μία ευκαιρία για μεγαλύτερη ώθηση. Ας θυμηθούμε ότι η δημοσιονομική κρίση του 2010 έδωσε ώθηση στον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των χωρών και μία δυναμική και επεμβατική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Είναι, λοιπόν, ζήτημα πολιτικής απόφασης και η τρέχουσα υγειονομική κρίση να δώσει αντίστοιχα ώθηση σε πολιτικές μεγαλύτερης αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών και να μην αποτελέσει αιτία ή αφορμή για αμφισβήτηση της θεμελιώδους ελευθερίας κίνησης και εγκατάστασης των Ευρωπαίων πολιτών. Ήδη η γερμανο-γαλλική πρόταση για ένα «Ταμείο Ανάκαμψης» από την πανδημία μέσω κοινής έκδοσης χρέους, ο έλεγχος εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η εξισορρόπηση των κρατικών ενισχύσεων που υποσκάπτει την ενιαία εσωτερική αγορά (βλ. εδώ) και το Πρόγραμμα Αγοράς ομολόγων λόγω της έκτακτης ανάγκης που δημιουργεί η πανδημία (Pandemic Emergency Purchase Programme) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποτελούν θετικούς οδοδείκτες.

Κρίσιμο είναι να θυμόμαστε ότι πέρα από τα φυσικά φαινόμενα ή τις δράσεις και αντιδράσεις των αρρύθμιστων αγορών υπάρχει η πολιτική εξουσία και ο πολιτικός βολονταρισμός, ο οποίος στο πλαίσιο του εφικτού μπορεί να στρέψει τον ρου της ιστορίας. Και η πολιτική εξουσία πλέον είναι πολύ αποτελεσματική εάν ασκείται σε ενωσιακό επίπεδο, καθώς κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνο του τις απαιτήσεις και δυσκολίες της παγκοσμιοποίησης, που -ακόμη και αν αλλάξει ως προς κάποια χαρακτηριστικά της- δεν ανακόπτεται. Εξ ού και αυτό που απαιτείται είναι η ενίσχυση της πολιτικής εξουσίας και της οικονομίας της Ευρώπης, ώστε να μπορεί αυτή να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο στην όποια προσπάθεια για -έστω και λειτουργικά προσδιορισμένη- παγκόσμια διακυβέρνηση.

 


Το άρθρο αυτό είναι μέρος του αφιερώματος "COVID-19 Αίτια, συνέπειες και προτάσεις για το μέλλον στην Ελλάδα και την Ευρώπη"