Ο λόγος στις πόλεις: μια αχτίδα ελπίδας για αλλαγή κατεύθυνσης στην πολιτική της ΕΕ για τους πρόσφυγες και το άσυλο

ΑΝΑΛΥΣΗ

Ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις εδώ και χρόνια αποφεύγουν αντανακλαστικά την ευθύνη, υπάρχουν πολλές πόλεις στην Ευρώπη, από το Λονδίνο ως το Μόναχο και από τη Βιέννη ως τη Λιλ, τη Βαρκελόνη και τη Λισαβόνα, που εκφράζουν αλληλεγγύη και ετοιμότητα να υποδεχθούν πρόσφυγες.

Moving cities
Teaser Image Caption
Στιγμιότυπο οθόνης από τον ιστότοπο moving-cities.eu, ο οποίος παρουσιάζει πάνω από 700 ευρωπαϊκές πόλεις που υποστηρίζουν ενεργά μια αλληλέγγυα μεταναστευτική πολιτική.

Τις τελευταίες εβδομάδες για άλλη μια φορά καταδείχθηκε με οδυνηρό τρόπο ότι στην ΕΕ απουσιάζει μια συντονισμένη και αποτελεσματική πολιτική για τους πρόσφυγες και το άσυλο, που να είναι βασισμένη στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αντίθετα, η υπάρχουσα πολιτική της ΕΕ είναι πολύ περιορισμένη και χαρακτηρίζεται από τις επιμέρους σπασμωδικές εθνικές πολιτικές και συζητήσεις για οικοδόμηση φραγμών.

Αυτό έγινε ιδιαίτερα σαφές μέσα από τις αντιδράσεις απέναντι στην κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και την επακόλουθη συζήτηση για την αντιμετώπιση των προσφύγων στην Ευρώπη. Σε πολλά μέρη η συζήτηση αυτή περιορίστηκε σε μια ρητορική απομονωτισμού και οχύρωσης και στην επιμονή ότι «δεν πρέπει να επαναληφθεί το 2015». Αξίζει ιδιαίτερα να σημειωθεί ότι η συζήτηση, όχι μόνο στις πρωτεύουσες αλλά και στις Βρυξέλλες, μετατοπίστηκε προς το Κέντρο.

Η τρέχουσα κατάσταση στα ανατολικά σύνορα της ΕΕ και η αντιμετώπιση των προσφύγων στις Βαλτικές χώρες και στην Πολωνία, μετά την εργαλειοποίησή τους από τη Λευκορωσία, δείχνει ότι αυτή η αντανακλαστική διάθεση οχύρωσης, που μπορεί να περιλαμβάνει ακόμη και παράνομα pushbacks, βρίσκει μεγάλη υποστήριξη από τις πρωτεύουσες της ΕΕ. Ο πρωθυπουργός της Σαξονίας Michael Kretschmer ζήτησε «φράχτες και τείχη» στα σύνορα με τη Λευκορωσία και ο γερμανός υπουργός Εσωτερικών Horst Seehofer διατύπωσε την ιδέα ότι η ΕΕ θα μπορούσε να παράσχει στην Πολωνία οικονομική στήριξη για την κατασκευή ενός τέτοιου είδους «σταθερής συνοριακής εγκατάστασης».

Καμία βελτίωση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, ενώ το «Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο», που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το φθινόπωρο του 2020, επεκτείνει τον δρόμο που ανοίξαμε το 2015: δηλαδή ανάθεση αρμοδιοτήτων σε τρίτες χώρες, εστίαση στις επιστροφές, αντιμετώπιση της μετανάστευσης και της φυγής ως ζητήματα διαχείρισης και ασφάλειας, περιφρόνηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

Οι πόλεις και οι κοινότητες παρέχουν μια αχτίδα ελπίδας

Ενώ όμως η πάγια ανταπόκριση των εθνικών κυβερνήσεων εδώ και χρόνια είναι να αποφεύγουν τις ευθύνες τους, υπάρχουν πολλές πόλεις στην Ευρώπη, από το Λονδίνο μέχρι το Μόναχο και από τη Βιέννη μέχρι τη Λιλ, τη Βαρκελόνη και τη Λισαβόνα, που εκφράζουν αλληλεγγύη και ετοιμότητα να υποδεχθούν πρόσφυγες. Σε πλήρη αντίθεση με τις δηλώσεις του επικεφαλής της κυβέρνησης της χώρας του, για παράδειγμα, ο Μίχαελ Λούντβιχ, δήμαρχος της Βιέννης, πρωτεύουσας της Αυστρίας, ζήτησε περισσότερη αλληλεγγύη και προέτρεψε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να παράσχει ασφαλές καταφύγιο σε ανθρώπους από το Αφγανιστάν που αναζητούν προστασία: «Σε κάθε περίπτωση, η Βιέννη είναι έτοιμη να υποδεχτεί αυτούς τους ανθρώπους στην πόλη μας, η οποία δεν αποκαλείται άδικα πόλη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Τέτοιες δηλώσεις καλωσορίσματος έγιναν από μεμονωμένες κοινότητες και αφορούσαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για υποδοχή μερικών εκατοντάδων ανθρώπων η καθεμία – και παρόλο που είναι σε μεγάλο βαθμό συμβολικές, αποτελούν ένα σημαντικό μήνυμα εκ μέρους αυτών των τοπικών κυβερνήσεων. Σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο –από τη Βαρκελόνη μέχρι το Μπέργκαμο κι από εκεί μέχρι τη Βόννη– βλέπουμε σημάδια αλληλεγγύης και ανθρωπιάς. Αυτή η ετοιμότητα να αναλάβουν την ευθύνη αντί να γυρίσουν προς την άλλη μεριά μαρτυρά μια στάση που σε πολλές περιπτώσεις είναι διαμετρικά αντίθετη από εκείνη των εθνικών κυβερνήσεων.

 

Να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι προσφορές των πόλεων και των κοινοτήτων και να αξιοποιηθούν

Καθώς η μακροπρόθεσμη φιλοξενία και ένταξη των προσφύγων πραγματοποιούνται τελικά στο επίπεδο της κοινότητας, οι προσφορές αυτές δεν είναι κενές χειρονομίες, αλλά αντίθετα είναι αξιόπιστες και απολύτως συναφείς. Δείχνουν ότι πολλές πόλεις και κοινότητες είναι έτοιμες να υιοθετήσουν μια κουλτούρα υποδοχής στο πλαίσιο μιας συντονισμένης και βασισμένης στα ανθρώπινα δικαιώματα πολιτικής ασύλου της ΕΕ.

Πολλές από αυτές ήδη παρέχουν καθημερινά μαθήματα για το τι μπορεί να σημαίνει καλή φιλοξενία και ένταξη των αιτούντων άσυλο. Υπάρχουν ήδη πολλές πρωτοπόρες πόλεις που εργάζονται σε συμμαχία με μια ευρεία βάση από φορείς της κοινωνίας των πολιτών, οργανώσεις υποστήριξης και αρωγούς, που δείχνουν πώς μπορεί να επιτευχθεί η φιλοξενία μεταναστών και χρησιμεύουν ως παράδειγμα. Πρόσφατα, αυτό ενισχύθηκε από έναν ιστότοπο που εγκαινιάστηκε από τη Seebrücke, το Ίδρυμα Rosa-Luxemburg και το Ίδρυμα Heinrich Böll, με την ονομασία Moving Cities. Επομένως, είναι εξαιρετικά σημαντικό να αρχίσουμε να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τις προσφορές των πόλεων και των κοινοτήτων και να αξιοποιούμε αυτή τη θετική ενέργεια.

 

Πόλεις και κοινότητες με ανοιχτές αγκάλες vs. Μη φιλόξενες εθνικές κυβερνήσεις

Πώς θα λειτουργήσει όμως αυτό, αν οι πόλεις είναι πιο έτοιμες για υποδοχή από ό,τι οι εθνικές κυβερνήσεις; Δεν υπάρχει ακόμη σχετικό νομικό πλαίσιο. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, οι πόλεις «δεσμεύονται από τη νομική κατάσταση που ισχύει βάσει των αποφάσεων που λαμβάνονται σε ομοσπονδιακό κρατικό και εθνικό επίπεδο, αν και είναι ελεύθερες να προσπαθήσουν να τις επηρεάσουν με το πολιτικό τους βάρος. Όταν φτάνουν οι μετανάστες και οι κοινότητες αναλαμβάνουν τη φιλοξενία, την υποστήριξη και την ενσωμάτωσή τους, μόνο τότε το επίκεντρο της ευθύνης μεταφέρεται στο κοινοτικό επίπεδο, με την ελευθερία λήψης αποφάσεων που αυτό συνεπάγεται».

Οι κοινότητες δεν είναι σε θέση να υποδεχθούν εθελοντικά πρόσφυγες αν δεν τους επιτραπεί η είσοδος στη χώρα με κρατική απόφαση. Οι κοινότητες δεν επιτρέπεται επί του παρόντος να συμμετέχουν αυτόνομα στην υποδοχή προσφύγων και το νομικό ερώτημα σχετικά με το τι περιθώρια έχουν επίσης οι πόλεις και οι κοινότητες στο ομοσπονδιακό σύστημα της Γερμανίας δεν έχει απαντηθεί οριστικά.

 

Ο λόγος στις πόλεις και τις κοινότητες

Αυτό που προκύπτει, επομένως, είναι ότι οι κοινότητες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να δέχονται περισσότερους αιτούντες άσυλο, πέραν της ποσόστωσης που τους επιτρέπεται από τις εθνικές ή τις περιφερειακές αρχές. Για να λειτουργήσει αυτό, οι κοινότητες θα πρέπει να έχουν περισσότερο λόγο και θα πρέπει να υπάρχουν πιο άμεσοι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των κοινοτήτων και της Ευρώπης. Το ζήτημα έχει τόσο οικονομικές όσο και νομικές διαστάσεις.

Οι προτάσεις για την ενίσχυση της νομικής θέσης των κοινοτήτων βρίσκονται ήδη στο τραπέζι. Για παράδειγμα, η δημιουργία ενός νέου «τύπου βίζας για την εισδοχή στην κοινότητα», σύμφωνα με την οποία ένα άτομο θα μπορεί να υποβάλλει αίτηση ασύλου ή εισόδου για ανθρωπιστικούς λόγους απευθείας σε μια συγκεκριμένη κοινότητα. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, «οι κοινότητες θα μπορούσαν να εκδίδουν δηλώσεις (προηγούμενης) έγκρισης και απορρόφησης κόστους για την εισδοχή ορισμένων προσώπων», σύμφωνα με νομική έκθεση εμπειρογνωμόνων. Μια άλλη επιλογή θα ήταν να μετατραπεί το άρθρο 23, παράγραφος 1 του γερμανικού νόμου περί διαμονής σε κώδικα δεοντολογίας, έτσι ώστε τα ομόσπονδα κρατίδια να μη χρειάζεται πλέον να ζητούν την έγκριση του ομοσπονδιακού υπουργείου Εσωτερικών πριν από τη δημιουργία προγραμμάτων υποδοχής για ανθρωπιστικούς λόγους. Αυτό το σύστημα θα απαιτούσε επίσης ένα ευρωπαϊκό όργανο διαιτησίας που θα μπορούσε να παρεμβαίνει σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ κοινοτήτων και εθνικών κυβερνήσεων.

Υπάρχει επίσης το ζήτημα να δοθεί στις κοινότητες μια οικονομική ώθηση μέσω απλουστευμένης πρόσβασης σε κονδύλια της ΕΕ (π.χ. ΤΑΜΕ και ΕΤΠΑ) και μεγαλύτερη συμμετοχή στην κατανομή των πόρων της ΕΕ σε μικρότερες ή φτωχότερες κοινότητες. Τα χρήματα αποτελούν βασικό παράγοντα για τη ρεαλιστική εφαρμογή μιας κατάλληλης πολιτικής υποδοχής και ένταξης των αιτούντων άσυλο. Χωρίς αυτά, τα χέρια των κοινοτήτων είναι δεμένα. Επομένως, οι κοινότητες θα πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλλουν απευθείας αίτηση για ευέλικτη βοήθεια έκτακτης ανάγκης από την ΕΕ, ιδίως για έκτακτη στήριξη από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης (ΤΑΜΕ), χωρίς να χρειάζεται να περάσουν μέσα από το εθνικό κράτος. Αυτό θα επέτρεπε να καλύπτονται οι ανάγκες γρήγορα και χωρίς περιττές επιπλοκές. Η οικονομική στήριξη των κοινοτήτων δεν θα βοηθούσε μόνο τις κοινότητες που είναι ήδη προετοιμασμένες να υποδεχθούν πρόσφυγες, αλλά θα παρακινούσε και νέες περιοχές και κοινότητες να εκκινήσουν τις προσπάθειές τους.

Το αν και πού θα υπάρχουν επαρκείς θέσεις υποδοχής θα πρέπει να εξαρτάται από τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες: Πού υπάρχουν οικονομικά προσιτά καταλύματα; Πού υπάρχει έλλειψη εργατικού δυναμικού; Πού υπάρχουν δίκτυα της κοινωνίας των πολιτών και κοινοτικές δομές; Πέραν των ποσοστώσεων, ένα σύστημα αντιστοίχισης ανάμεσα στις κοινότητες και σε μεμονωμένους πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο θα μπορούσε να δημιουργήσει μια νέα διάσταση διαφοροποίησης, δημιουργώντας μια κατάσταση όπου όλοι οι εμπλεκόμενοι θα είναι κερδισμένοι.

 

Ακόμη κι αν δεν επιθυμούν όλοι να συμμετάσχουν, όσοι το θέλουν θα πρέπει να προχωρήσουν

Οι τελευταίες εβδομάδες έδειξαν για άλλη μια φορά ότι απαιτείται επειγόντως μια νέα κατεύθυνση για την πολιτική της ΕΕ για τους πρόσφυγες. Πολλές πόλεις τώρα δηλώνουν δυνατά την προθυμία τους να φιλοξενήσουν πρόσφυγες και ενώνονται σε δίκτυα με άλλες πόλεις για να αποκτήσουν μεγαλύτερη φωνή. Θα πρέπει τώρα να εισακουστούν και να τους δοθεί περισσότερος λόγος. Η νέα γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα και να υποστηρίξει το απαραίτητο νομικό πλαίσιο σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Εάν αυτή η επειγόντως αναγκαία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να εφαρμοστεί από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, εκείνα που είναι πρόθυμα για φιλοξενία πρέπει να έχουν το θάρρος να προχωρήσουν. Είναι πιθανό ότι για αρχή η πρόοδος θα είναι δυνατή μόνο μέσω της ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών που δεν είναι διατεθειμένα να περιμένουν άλλο και τα οποία υποστηρίζουν μια συνεκτική πολιτική της ΕΕ για τους πρόσφυγες και το άσυλο. Οι χώρες αυτές όχι μόνο δεν πρέπει να περιμένουν άλλο, αλλά και πρέπει να ανοίξουν νέους δρόμους που να είναι αντάξιοι μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης αξιών – με την ελπίδα ότι οι άλλες χώρες θα ακολουθήσουν.

 

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα γερμανικά στο boell.de στις 19 Νοεμβρίου 2021.