Τελικός προορισμός Λίβανος;

Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα τρίζει από την αυξανόμενη πίεση. Η Γερμανία μόνο το 2015 αναμένει σχεδόν ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Εκ πρώτης όψεως, ο αριθμός αυτός μοιάζει μεγάλος. Φανταστείτε, όμως, αντί για ένα να ήταν σαράντα εκατομμύρια. Αυτή ακριβώς είναι η αναλογία προς την κατάσταση που επικρατεί στον Λίβανο. Από το ξέσπασμα του πολέμου στη Συρία, περίπου δύο εκατομμύρια Σύριοι έχουν περάσει τα σύνορα για να γλιτώσουν από τη βία. Για μια μικρή μεσογειακή χώρα αυτό συνεπάγεται μεγάλες πολιτικές, οικονομικές και δημογραφικές προκλήσεις.

Η ισορροπία της συγκρότησης της κοινωνίας του Λιβάνου διαταράσσεται εξαιτίας του μεγάλου αριθμού προσφύγων. Σαν να μην έφτανε αυτό, το κράτος βρίσκεται σε κατάσταση πολιτικής αβεβαιότητας. Η θέση του Προέδρου παραμένει κενή πάνω από ένα χρόνο, το Κοινοβούλιο παρέτεινε τη θητεία του μόνο του και η χώρα συγκλονίζεται εδώ και βδομάδες από διαδηλώσεις κατά της διαφθοράς, η ηλεκτροδότηση και η υδροδότηση γίνονται με διακοπές, ενώ τα σκουπίδια έχουν να μαζευτούν από τους δρόμους περισσότερο από έναν μήνα. Πώς αντιμετωπίζει η χώρα αυτή το προσφυγικό και σε τι συνθήκες ζουν οι Σύριοι στον Λίβανο;

Refugees welcome?

Ο Λίβανος είναι διαιρεμένος σε διάφορα πολιτικά και θρησκευτικά στρατόπεδα. Ακόμη και οι απόψεις για την αντιμετώπιση των προσφύγων διαφέρουν. Από τη μία πλευρά, κάποιοι Λιβανέζοι έχουν επιδοθεί σε εκστρατείες υποστήριξης των προσφύγων μέσα από ΜΚΟ και ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Από την άλλη πλευρά, ο Λίβανος και η Συρία δεν μπορούν να ξεχάσουν τις ιστορικές εντάσεις που φθάνουν μέχρι και σήμερα με την παρουσία των Σύριων προσφύγων στον Λίβανο. Οι μνήμες της αγριότητας των συριακών δυνάμεων κατοχής στον Λίβανο, οι οποίες αποχώρησαν μόλις το 2005 κατόπιν πιέσεων της διεθνούς κοινότητας στη Συρία, κάνουν πολλούς Λιβανέζους να θεωρούν τη νέα εισροή Σύριων ως μια νέα μορφή κατοχής. Ως εκ τούτου, οι προκαταλήψεις και η διακριτική μεταχείριση εις βάρος των προσφύγων αποτελούν καθημερινή πρόκληση, η οποία έχει ψυχικό αντίκτυπο στους ανθρώπους που εγκατέλειψαν τη Συρία και τους κάνει να αισθάνονται ανεπιθύμητοι.

Πολιτικά μέτρα

Εδώ και λίγο καιρό, το αίσθημα αυτό μεταφράζεται σε πολιτικά μέτρα. Έως το 2015 τα σύνορα του Λιβάνου ήταν ανοικτά για τους Σύριους, οι οποίοι μπορούσαν να εισέρχονται στη χώρα απλώς και μόνο με επίδειξη της αστυνομικής τους ταυτότητας. Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 2015 η κυβέρνηση του Λιβάνου θέσπισε την απαίτηση θεώρησης εισόδου (βίζα) για τους Σύριους πολίτες, σε μια προσπάθεια να ανακόψει την τεράστια εισροή προσφύγων από τη γειτονική χώρα. Έκτοτε, οι Σύριοι υποχρεούνται να δηλώνουν τον σκοπό του ταξιδιού τους και να αποδεικνύουν ότι διαθέτουν τα αναγκαία για τη συντήρησή τους οικονομικά μέσα. Πέραν αυτού, απαι-τείται να έχουν κάνει έγκυρη κράτηση ξενοδοχείου.

Το να υποχρεούνται οι πρόσφυγες να κάνουν αίτηση για βίζα μοιάζει ακατανόητο. Ο Λίβανος, όμως, δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για τους πρόσφυγες και συνεπώς δεν δεσμεύεται από τις πρόνοιές της. Στόχος των μέτρων που καθιερώθηκαν πρόσφατα ήταν η ανάσχεση της εισροής Σύριων, στην πραγματικότητα όμως το μόνο που πέτυχαν ήταν η μετάθεση του προβλήματος. Ολοένα και περισσότεροι Σύριοι περνούν πλέον παράνομα τα σύνορα. Η νομοθετική παρέμβαση επομένως δεν επέφερε τον επιδιωκόμενο αυξημένο έλεγχο της μετανάστευσης, αντιθέτως μείωσε τον έλεγχο του αριθμού των ατόμων που βρίσκονται εντός της επικράτειας.

Γιατί μένουν οι Σύριοι στον Λίβανο;

Πολλοί Σύριοι επέλεξαν να μείνουν στον Λίβανο γιατί έτσι αισθάνονται ότι η εκεί παραμονή τους είναι προσωρινή και τους παρέχει υποτίθεται τη δυνατότητα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους όποτε θελήσουν. Έχουν αφήσει πίσω τους στη Συρία γονείς, αδέρφια, συγγενείς και φίλους. Η απόσταση Βυρηττός-Δαμασκός είναι μόλις 70 χιλιόμετρα. Παρά ταύτα, για πολλούς Σύριους πρόσφυγες η πατρίδα τους είναι ένας χαμένος παράδεισος, ένας τόπος στον οποίο δεν μπορούν να επιστρέψουν. Αισθάνονται απάτριδες και επιπλέον δεν νιώθουν ευπρόσδεκτοι στον Λίβανο. «Η πατρίδα μας δεν μας θέλει πια. Το ίδιο κι εδώ στον Λίβανο, δεν μας θέλουν». Ο Αχμάντ έχει ήδη κάνει την επιλογή του. Θα φύγει από τον Λίβανο και σκοπεύει να ξεκινήσει μια νέα ζωή στην Κωνσταντινούπολη. Λέει ότι δεν δυσκολεύτηκε να αποφασίσει, ωστόσο η ένταση είναι ολοφάνερη το βράδυ της προηγουμένης της αναχώρησής του. «Τώρα, ακριβώς πριν φύγω από τη Βυρηττό, συνειδητοποιώ ξαφνικά ότι είμαι κι εγώ πρόσφυγας, ότι δεν υπάρχει τόπος που να μπορώ να πω ότι είναι η πατρίδα μου». Κατεβάζει τα μάτια και κοιτάζει θλιμμένος το τσιγάρο του. Το τσιγάρο σβήνει.

Η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική για τον 26χρονο Γιουσέφ. Δεν έχει έγκυρο διαβατήριο ούτε βίζα. Δεν έχει χρήματα για να εκδώσει ταξιδιωτικά έγγραφα και να συνεχίσει το ταξίδι του. Αναγκαστικά μένει: «Ο Λίβανος έχει γίνει φυλακή για μένα. Δεν υπάρχει τρόπος να φύγω», μου λέει. Αυτό οφείλεται και στη γεωγραφική θέση του Λιβάνου. Νότια βρίσκεται ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός, το Ισραήλ, τα ανατολικά σύνορα της χώρας είναι κλειστά λόγω του εμφύλιου πολέμου, ενώ στα δυτικά ο Λίβανος βρέχεται από τη Μεσόγειο. Εδώ η ακτοφυλακή είναι σε επαγρύπνηση, άρα όποιος θέλει να ταξιδέψει με πλοίο πρέπει να φθάσει αεροπορικώς στην Τουρκία –με την προϋπόθεση να διαθέτει έγκυρα ταξιδιωτικά έγγραφα. Ο Γιουσέφ είναι μόνος με το ληγμένο διαβατήριό του. Το καθεστώς Άσαντ αποφάσισε τον Μάιο του 2015 να άρει την αναστολή της έκδοσης διαβατη-ρίων, όμως η ανανέωση του διαβατηρίου στοιχίζει περίπου 400 δολάρια αν γίνει μέσω της πρεσβείας στη Βυρηττό. Ούτως ή άλλως, οι αντικαθεστωτικοί, όπως και οι λιποτάκτες και τα μέλη της αντιπολίτευσης που είχαν «διενέξεις» με το καθεστώς στο παρελθόν, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να δωροδοκήσουν κάποιον αξιωματούχο για να αποκτήσουν έγκυρο διαβατήριο. Σε μια τέτοια περίπτωση το κόστος αυξάνεται στα 1000 με 2000 δολάρια. Δεν είναι πολλοί αυτοί που διαθέτουν τα χρήματα για την ανανέωση, καθώς ακόμη και όσοι εργάζονται είναι κακοπληρωμένοι, αφού κατά κανόνα δεν έχουν άδεια εργασίας. Ελάχιστοι είναι οι Σύριοι που έχουν λάβει άδεια εργασίας στον Λίβανο. Κάποιοι ζούνε από τις αποταμιεύ-σεις τους, οι οποίες εξανεμίζονται γρήγορα με δεδομένο το υψηλό κόστος ζωής στον Λίβανο. Πολλοί τα βγάζουν πέρα ίσα ίσα –στήνουν ένα μικρομάγαζο, δουλεύουν στην οικοδομή, ψάχνουν ένα μεροκάματο, κάνουν το παιδί για όλες τις δουλειές στα μπακάλικα. Με μέσο μηνιαίο εισόδημα 600 δολάρια, δεν είναι πολλοί οι Σύριοι που έχουν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν σε πρόσθετες δαπάνες.

Ακόμη και όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανανεώσουν το διαβατήριό τους αντιμετωπίζουν ένα άλλο πρόβλημα: τα διαβατήρια που εκδίδονται στη Δαμασκό δεν φέρουν την υπογραφή του κατόχου, αφού δεν ανανεώνονται στον τόπο κατοικίας του αιτούντος. Οι περισσότερες χώρες, μεταξύ αυτών και η Γερμανία, δεν κάνουν δεκτά διαβατήρια χωρίς υπογραφή. Επομένως, με αυτά τα διαβατήρια δεν μπορούν να αναχωρήσουν από τον Λίβανο.

Μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν μόνο για την ανανέωση της άδειας παραμονής τους στον Λίβανο, η οποία χορηγείται με προϋποθέσεις που μετά βίας θα μπορού-σαν να χαρακτηριστούν ρεαλιστικές, καθώς η εύρεση Λιβανέζου εγγυητή είναι αυτή καθαυτή εξαιρετικά δύσκολη. «Δυστυχώς παρατηρούμε πώς η ανθρώπινη δυστυχία γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Κάποιοι ζητούν από τους πρόσφυγες αρκετές εκατοντάδες δολάρια για να αναλάβουν τον ρόλο του εγγυητή», λέει η Elza Seferian από το Συμβούλιο Προσφύγων της Δανίας.

Ως αποτέλεσμα, αμέτρητοι Σύριοι βρίσκο-νται πλέον να διαμένουν παράνομα στη χώρα, με το φόβο να συλληφθούν στα σημεία ελέγχου. Ακόμη κι αυτοί που πληρούν τους όρους χορήγησης θεώρησης εισόδου, οι οποίοι αλλάζουν συνεχώς, και κατορθώνουν να βρουν έναν Λιβανέζο πολίτη πρόθυμο να αναλάβει τον ρόλο του εγγυητή, βρίσκονται στο έλεος των ισχυρών. Δεν τους παρέχεται καμία εγγύηση.

Η ζωή στους αυτοσχέδιους καταυλισμούς

Οι συνθήκες δεν είναι καλύτερες στους καταυλισμούς προσφύγων στον Ανατολικό Λίβανο. Οι καταυλισμοί δεν έχουν αναγνω-ριστεί επίσημα ως προσφυγικά καταλύματα και η κυβέρνηση απλώς επιδεικνύει ανοχή. Έχουν στηθεί σε χωράφια που ανήκουν σε ιδιώτες, οι οποίοι ζητούν ως και 200 δολάρια το μήνα ενοίκιο από τις οικογένειες των προσφύγων. Το ποσό αυτό είναι μεγάλο για έναν άνθρωπο που έχει χάσει τα πάντα. Τις σκηνές και τον εξοπλισμό τον αγοράζουν μόνοι τους. Οι καταυλισμοί θυμίζουν παραγκουπόλεις. Βλέπεις παντού πρόχειρα παραπήγματα, σκεπασμένα με νάιλον, χαρτόνια και λαμαρίνες, που δεν προσφέρουν επαρκή προστασία από τη βροχή και τις χαμηλές θερμοκρασίες.

«Κανένας δεν πεινάει εδώ, έχουμε να φάμε –αλλά μας λείπουν όλα τα άλλα», λέει η Majd Chourmaji, επικεφαλής της ΜΚΟ Women Now, σχετικά με την κατάσταση στους καταυλισμούς. Εκείνη δουλεύει στην Χτάουρα, μια μικρή πόλη που βρίσκεται στα μισά του δρόμου από Βυρηττό προς Δαμασκό. Τα σύνορα με τη Συρία απέχουν μόλις 10 χιλιόμετρα. Από την άλλη πλευρά ο εμφύλιος πόλεμος εισέρχεται στο πέμπτο έτος του. Μόνο στην κοιλάδα Μπεκάα ζει περίπου ένα εκατομμύριο πρόσφυγες.

«Τα πάντα είναι προβληματικά εδώ. Το να κάνεις παιδί είναι πρόβλημα. Το να πεθάνεις επίσης είναι πρόβλημα», καταλή-γει η Majd αφού μας έχει μιλήσει για περιπτώσεις στις οποίες οι αρχές αρνήθηκαν να καταχωρήσουν νεογέννητα στο ληξιαρχείο ή για τον αγώνα τους να βρουν ένα κοιμητήριο που να δέχεται Σύρους. Όταν πέθανε μια συγγενής της, η οικογένεια αναγκάστηκε να ψάχνει δύο μέρες. «Μόνο και μόνο για να την κρατήσουν στο ψυγείο μας χρέωναν 100 δολάρια τη μέρα. Τους παρακαλέσαμε, τους εξηγήσαμε ότι δεν έχουμε καθόλου χρήματα και τελικά μας έριξαν την τιμή στα 50 δολάρια».

Πολλά παιδιά πάσχουν από διάρροιες και γαστρεντερίτιδες και οι γονείς τους δεν έχουν να πληρώσουν μια επίσκεψη στο γιατρό. Η απελπιστικά υποχρηματοδοτού-μενη Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες δεν προσφέρει ουσιαστική βοήθεια. Μια γυναίκα με παιδιά που ζει στον Λίβανο χωρίς άνδρα προστάτη του νοικοκυριού λαμβάνει μόλις 13 δολάρια τον μήνα από το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα. Μέχρι πέρυσι το αντίστοιχο ποσό ήταν 27 δολάρια. «Κάποιες γυναίκες ωθούνται στην πορνεία», μας λέει η Majd. Σε πολλές περιπτώσεις, προσθέτει, και τα παιδιά βγαίνουν για δουλειά για να στηρίξουν την οικογένειά τους. Πουλάνε τριαντάφυλλα ή μαστίχα, δουλεύουν στα χωράφια ή σαν λούστροι –αν δεν έχουν εγκλωβιστεί στον ζοφερό κόσμο της πορνείας για να επιβιώσουν.

Μόλις 30% από τα περίπου 400.000 παιδιά από τη Συρία που βρίσκονται στον Λίβανο πηγαίνουν σχολείο. «Αυτά τα παιδιά πρέπει να τα μαζέψουμε από τους δρόμους και να τα στείλουμε σχολείο. Στο δρόμο υπάρχει ο κίνδυνος να ριζοσπαστικοποιηθούν», προει-δοποιεί η Majd. Ωστόσο, αφενός οι αρχές δεν είναι σε θέση να προσφέρουν αρκετές θέσεις στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αφετέρου το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Λιβάνου έχει μεγάλες διαφορές από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Συρίας. Στη Συρία η διδασκαλία των μαθημάτων γίνεται αποκλειστικά στην αραβική γλώσσα, ενώ στον Λίβανο γίνεται και στα γαλλικά και στα αγγλικά. Για τον λόγο αυτό, πολλά παιδιά Σύριων δεν μπορούν να παρακολουθήσουν το λιβανέζικο σχολείο. Πέραν αυτού, οι περισσότερες οικογένειες αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στο κόστος των διδάκτρων ή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, δεδομένου ότι το εκπαιδευτικό σύστημα του Λιβάνου είναι εν πολλοίς ιδιωτικοποιημένο.

Η κατάσταση είναι τραγική. «Κάποιοι γυρίζουν στη Συρία. ‘Καλύτερα οι βόμβες παρά η ζωή εδώ’, λένε».

Μη μιλάς και κάνε υπομονή

Ο Χανί μετακόμισε πρόσφατα σε άλλο διαμέρισμα, σε μια περιοχή της Βηρυτού στην οποία μένουν πολλοί οπαδοί του κινήματος Αμάλ, της δεύτερης μεγαλύτερης σιιτικής ομάδας στον Λίβανο. «Κάντε ό,τι θέλετε, αλλά ποτέ μην αφήνετε αντικαθεστωτικά βιβλία στο σαλόνι. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα περάσει», προειδοποιεί τους συγκατοίκους του. Πολλοί αντικαθε-στωτικοί φοβούνται, δικαίως ή μη. Παρότι ο Λίβανος προσπαθεί να διατηρήσει ουδετερότητα όσον αφορά τις εχθροπραξίες στη Συρία, στην πραγματικότητα δεν είναι ουδέτερος. Η Χεζμπολάχ είναι το ισχυρότερο κόμμα στο Κοινοβούλιο του Λιβάνου, αλλά συνεχίζει να λειτουργεί ως κράτος εν κράτει. Είναι το μόνο κόμμα που δεν υποχρεώθηκε επίσημα να παραδώσει τον οπλισμό του μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου το 1990. Το κόμμα διορίζει υπουργούς και βουλευτές και έχει υπό τον έλεγχό του τις υπηρεσίες εσωτερικής ασφά-λειας –η δε στρατιωτική του πτέρυγα ένωσε τις δυνάμεις της με τον Άσαντ στη Συρία από καιρό. Για όλους αυτούς τους λόγους, πολλοί Σύριοι αντικαθεστωτικοί που βρίσκονται στον Λίβανο αισθάνονται ότι απειλούνται και από την Χεζμπολάχ και αναγνωρίζουν πρακτικές που τους είναι οικείες.

Ο φόβος αυτός έκανε κάποιους να μην τολμήσουν να καταγραφούν από τις υπηρεσίες του ΟΗΕ στον Λίβανο. Η απόφαση αυτή ήταν μοιραία, δεδομένου ότι από τον Ιανουάριο απαγορεύτηκε πλέον η καταγραφή άλλων προσφύγων. Γεγονός είναι ότι τα προγράμματα για τους πρόσφυγες δεν προσφέρουν ουσιαστική οικονομική βοήθεια. Παρά ταύτα, η καταγραφή δίνει στον πρόσφυγα μια πιθανότητα να ενταχθεί σε ένα από τα ελάχιστα προγράμματα μετεγκατάστασης και αποτελεί προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης για τις ποικίλες υποτροφίες που προσφέρουν ξένα πανεπιστήμια στους Σύριους πρόσφυγες.

Γυρίζω Συρία ή συνεχίζω Ευρώπη;

Το δίλημμα είναι γυρίζει κανείς στη Συρία ή συνεχίζει το ταξίδι για την Ευρώπη –πάντως ακόμη και Λιβανέζοι πολίτες σκέφτονται το ενδεχόμενο να μεταναστεύσουν πιο σοβαρά από ποτέ, υπό το φως της τρέχουσας κυβερνητικής κρίσης. Το πολιτικό τέλμα και η κρίση των σκουπιδιών για την οποία δεν βρίσκεται λύση αντικατοπτρίζουν την έλλειψη προοπτικής με την οποία βρίσκονται αντιμέτωποι πολλοί άνθρωποι στον Λίβανο. Για όποιον μιλά με Σύριους στον Λίβανο, το μήνυμα είναι σαφές: «Στην Ευρώπη, θα έρθουν κι άλλοι». Πολλοί, ίσως χιλιάδες, ακόμη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν θα πρέπει να αφεθεί ο Λίβανος να αντιμετωπίσει την προσφυγική κρίση μόνο με τα δικά του μέσα.

Η στήριξη και μόνο, πάντως, δεν συνιστά μακροπρόθεσμη λύση. Όσο δεν γίνονται ελπιδοφόρες προσπάθειες να τερματιστεί η σύρραξη στη Συρία, όσο συνεχίζεται πυρετωδώς το αιματοκύλισμα σε μεγάλη κλίμακα, οι άνθρωποι θα αναγκάζονται να εγκαταλείπουν τις εστίες τους στη Συρία και να αναζητούν μια νέα αρχή κάπου αλλού. Έχει, λοιπόν, ακόμη μεγαλύτερη σημασία να επιμείνουμε πεισματικά στην εξεύρεση πολιτικής λύσης. Εάν αυτό δεν επιτευχθεί, οι ροές Σύριων προσφύγων θα συνεχιστούν.